Skip to main content

Και μετά τον Covid-19 τι;

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Είμαστε σε πόλεμο, αλλά θα τον κερδίσουμε», μας είπε από το τηλέφωνο ένας γνωστός και φίλος Ιταλός γιατρός, που πιστεύει ότι με τα αυστηρά και επώδυνα μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις κερδίζουν χρόνο.

«…Η πανδημία» προσθέτει, όπως η δική σας η λέξη το λέει, «…μας αφορά όλους. Το θέμα είναι να καθυστερήσουμε την επέκταση και διάδοσή της. Όσο για το εμβόλιο, μην το περιμένετε πριν από 18 με 20 μήνες. Το ερώτημά μου όμως, για σένα, είναι τι θα γίνει μετά, με την οικονομία: Μήπως θα έχουμε νομισματική πανδημία;».

Οι διαπιστώσεις του Ιταλού γιατρού, τις οποίες μοιράζεται και το σύνολο της ιατρικής κοινότητας, θα λέγαμε ότι από καιρό είναι γνωστές και στους κορυφαίους χρηματοοικονομικούς και επενδυτικούς κύκλους του πλανήτη μας, οι οποίοι παίζουν πλέον αποφασιστικό ρόλο στην πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Σήμερα, λοιπόν, οι κύκλοι αυτοί είναι προβληματισμένοι για τη μετά τον πόλεμο με τον κορονοϊό εποχή. Δικαίως δε κατά την εκτίμησή μας ανησυχούν, γιατί γνωρίζουν ότι η νόσος Covid-19 απλά επέσπευσε μια νομισματική κρίση που ήταν στα σπάργανα.

Από την άποψη αυτή, η χρηματιστηριακή καταιγίδα των τελευταίων ημερών επιβεβαιώνει τους φόβους τους και αναδεικνύει τους κινδύνους που υπάρχουν. Όπως επισημαίνουν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», την τελευταία φορά που εκδηλώθηκε χρηματοοικονομική καταιγίδα, όταν η Northern Rock και η Bear Steams παρέπαιαν στο χείλος της κατάρρευσης, αποδείχθηκε πως ήταν οι προάγγελοι, το 2007, μιας πολύ μεγαλύτερης καταστροφής: μέχρι το 2008, το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα έπρεπε να διασωθεί, με κόστος εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι επιπτώσεις που είχε αυτό στην πολιτική και την οικονομία είναι ακόμα αισθητές σε όλο τον κόσμο. Όπως αισθητές είναι και κάποιες παράπλευρες παρενέργειες.

Τα καλά νέα είναι πως οι τράπεζες σήμερα είναι αντικειμενικά σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι ήταν όταν εισέρχονταν στην κρίση πριν από 12 χρόνια. Οι ρυθμιστικές δικλίδες ασφαλείας που ορίστηκαν λόγω της κρίσης του 2008 -πολύ υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, μεγάλα μαξιλάρια χρηματοδότησης ρευστότητας και αυστηρότερα καθεστώτα εποπτείας- έχουν κάνει τους επενδυτές να εμπιστευθούν τη σταθερότητα των τραπεζών. Μέχρι πότε όμως και σίγουρα όχι παντού. Υπάρχουν και τράπεζες που πάσχουν και με τη σειρά τους θα μπορούσαν να μεταλλαχθούν σε χρηματοοικονομικό και πιστωτικό ιό. Και αυτό φάνηκε σε πανικόβλητες πωλήσεις τραπεζικών μετοχών. Την ίδια στιγμή, με έναν κακό χρονισμό, οι ρυθμιστικές αρχές χαλαρώνουν τους τελευταίους μήνες τους κανόνες. Η Fed ελάφρυνε τις υποχρεώσεις για κεφάλαια, ρευστότητα και stress tests για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ, εκτός από τα οκτώ μεγαλύτερα. Στην Ευρώπη, μια νέα οδηγία για τα κεφάλαια επιτρέπει στις τράπεζες να χρησιμοποιούν μορφές χρέους, όχι μόνον μετοχές, το μέρος των κεφαλαιακών υπολογισμών τους.

Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό περιβάλλον, παραμένει ασαφές το πόσο σκληρά θα πληγούν οι τράπεζες από την επίπτωση του Covid-19. Οι τράπεζες τώρα χρησιμοποιούν λιγότερα από τον ισολογισμό τους για να στοιχηματίσουν στις αγορές απ’ ό,τι έκαναν πριν από την κρίση του 2008, όμως τα hedge funds και οι άλλοι asset managers που είναι εκτεθειμένοι, είναι μεγάλοι δανειολήπτες των τραπεζών. Την ίδια ώρα, οι πετρελαϊκές εταιρείες, οι αεροπορικές εταιρείες και οι τομείς της φιλοξενίας και της υγείας μειώνουν επειγόντως τις πιστωτικές τους γραμμές. Διέρχονται δε μια οξύτατη κρίση επιβίωσης. Κατά συνέπεια, αν η κρίση του κορονοϊού μετατραπεί σε πιστωτική κρίση, ο γρίφος θα είναι το πώς θα αντιδράσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής: οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών της περασμένης δεκαετίας που συσσώρευαν χρέος επί χρέους μαίνεται να είναι μέρος του προβλήματος και όχι η λύση.

Με πιο απλά λόγια, τα λεγόμενα αντικυκλικά κεφαλαιακά μαξιλάρια των πιστωτικών ιδρυμάτων πόσο αυθεντικά είναι στη σημερινή υγειονομική και μετέπειτα χρηματοπιστωτική καταιγίδα;

Κατά τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» η όλη κατάσταση απέχει πολύ από το να αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας όταν η ψυχή πλέον δεν μπορεί να κυκλοφορήσει στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων στο Παρίσι. Επισημαίνουν ακόμα ότι τον περασμένο Ιανουάριο, το IIF έλεγε πως το συνολικό παγκόσμιο χρέος οδεύει προς την καταγραφή ρεκόρ, στα 257 τρισ. δολάρια, 50% απ’ όσο ήταν το 2008. Η συμβατική οικονομική θεωρία λέει πως αν τα επιτόκια παραμείνουν σε εξαιρετικά χαμηλή περιοχή, τότε οι όγκοι του χρέους μπορούν να αυξηθούν με σχετική ατιμωρησία, διότι θα εξυπηρετούνται με ευκολία.

Ωστόσο, η απειλή μιας παγκόσμιας ύφεσης φέτος διαλύει αυτή την εφησυχασμένη άποψη. Το ΔΝΤ προειδοποίησε το περασμένο φθινόπωρο πως, δεδομένων των εύθραυστων κερδών και των υψηλών επιπέδων χρέους, το 40% των εταιρικών ομολόγων του κόσμου -ή 19 τρισ. δολάρια συνολικά- δεν θα είναι εξυπηρετήσιμα ακόμα και στην περίπτωση που η κατάρρευση είναι πολύ λιγότερο σοβαρή απ’ ό,τι αυτή του 2008.

Άρα, μετά τον κορονοϊό, στην πόρτα μου έχει ήδη πάρει θέση και ο άλλος ιός, αυτός της χρηματοοικονομίας. Ας το έχουμε κατά νου. Ψύχραιμα και υπεύθυνα όμως.