Η νέα πρόταση για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος έρχεται μέσω Ισπανίας και διχάζει ήδη την Ευρώπη: Πρόκειται για το σχέδιο Σάντσεθ, το οποίο προβλέπει επιβολή φόρου 100% στους επενδυτές από τρίτες χώρες που αγοράζουν ακίνητα στην Ισπανία.
Το μέτρο είναι από ριζοσπαστικό έως αμφιλεγόμενο, η αποτελεσματικότητα, αλλά κι αυτή καθαυτή η εφαρμογή του δείχνει εκ προοιμίου αμφίβολη, καθώς δύσκολα θα περάσει από το ισπανικό Κοινοβούλιο, η ένταξή του όμως στη δημόσια συζήτηση καταδεικνύει την οξύτητα της στεγαστικής κρίσης σε όλη την Ευρώπη.
Στην περίπτωση της Ισπανίας, το 35% των πολιτών δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθεί στις τιμές αγοράς και ενοικίασης σπιτιού στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Οι αξίες των ακινήτων στη Μαδρίτη ξεπερνούν πια ακόμη και τα 7.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο και είναι κατά 13% υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Την ίδια ώρα, υπολογίζεται ότι περίπου 60.000 έως 90.000 ξένοι υπήκοοι αγοράζουν ακίνητα κάθε χρόνο στην Ισπανία, είτε ως εξοχικές κατοικίες είτε για οικονομική εκμετάλλευση.
Κατά τον Ισπανό πρωθυπουργό, Πέδρο Σάντσεθ, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια ήπιων παρεμβάσεων: «Η Δύση αντιμετωπίζει μια αποφασιστική πρόκληση: Να μη γίνει μια κοινωνία διαιρεμένη σε δύο τάξεις, τους πλούσιους ιδιοκτήτες και τους φτωχούς ενοικιαστές», είπε ανακοινώνοντας τον φόρο του 100%.
Κατά τους παράγοντες της κτηματομεσιτικής αγοράς, ακόμη κι αν ο εν λόγω φόρος εφαρμοστεί, ελάχιστη ανακούφιση θα αποφέρει: Σύμφωνα με το Bloomberg, οι υπήκοοι τρίτων χωρών έχουν αμελητέο μερίδιο στην αγορά ακινήτων της χώρας. Το 2024 τους αντιστοιχούσε μόλις το 2% των συνολικών πωλήσεων ακινήτων, καθώς οι περισσότεροι ξένοι αγοραστές προέρχονται από χώρες της Ε.Ε.
Η αλήθεια μάλλον βρίσκεται κάπου στη μέση. Τα συμβατικά εργαλεία δεν αρκούν πια για την αντιμετώπιση της κρίσης και τα περιοριστικά/εισπρακτικά μέτρα έχουν πεπερασμένη δυναμική. Η δε προβολή του προβλήματος στην ελληνική πραγματικότητα ίσως αναδεικνύει και δύο από τις βασικές του αιτίες.
Η μία είναι ο μεγάλος αριθμός κλειστών ή δεσμευμένων κατοικιών για τις οποίες δεν υπάρχει καν αξιόπιστη καταγραφή.
Η δεύτερη είναι η δραματική πτώση της κατασκευής και διάθεσης νέων κατοικιών την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, οι επενδύσεις σε κατοικίες το 2022 ανήλθαν σε μόλις 3,3 δισ., έναντι 25,2 δισ. του 2007. Η μείωση είναι της τάξης του 87% και συνδέεται άμεσα με την κατάρρευση των στεγαστικών δανείων στη δεκαετία του μεγάλου κραχ όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά σε όλον τον ευρωπαϊκό Νότο.