Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο δεν ήταν απλά μια αντίδραση των Αμερικανών ψηφοφόρων στην «ανυπαρξία» της διοίκησης Μπάιντεν, αλλά ένα σύμπτωμα αλλαγών σε μια σειρά προοδευτικών πολιτικών για τις οποίες δεν υπήρξε πραγματική υποστήριξη, όπως η woke agenda και η κλιματική αλλαγή. Ειδικά για το δεύτερο, γίνεται ολοένα πιο ξεκάθαρο πως το ισχύον σύστημα στις ΗΠΑ είχε αποφασίσει να απορρίψει τους φιλόδοξους παγκόσμιους στόχους για τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων, παραμένοντας πιστό στο ενεργειακό μίγμα που συνδέθηκε με την πρώτη βιομηχανική επανάσταση: τα ορυκτά καύσιμα.
Η ενεργειακή κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, κλόνισε τις συμμαχίες που είχαν σχηματισθεί σε παγκόσμιο επίπεδο για το μέλλον της ενέργειας. Ξαφνικά, η επαναφορά της χρήσης λιγνίτη έγινε απαραίτητη, το πετρέλαιο διατήρησε την κυριαρχία του, ενώ η ζήτηση για φυσικό αέριο μεγάλωσε. Και ειδικά για το τελευταίο οι προοπτικές εκτινάχθηκαν, καθώς ο κόσμος βρέθηκε αντιμέτωπος με μια νέα πηγή ζήτησης: τις τεράστιες ανάγκες για ηλεκτρικό ρεύμα που απαιτούνται για την επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης. Η ανάγκη αυτή από μόνη της θέτει εν αμφιβόλω όλους τους κλιματικούς στόχους που έχουν τεθεί.
Όπως έγινε γνωστό, στις ΗΠΑ έχουν προγραμματιστεί να κατασκευαστούν 80 μονάδες παραγωγής ενέργειας με χρήση φυσικού αερίου μέχρι το 2030, με συνολική παραγωγή 46 γιγαβάτ. Πρόκειται για ένα επενδυτικό έργο τεραστίων διαστάσεων, που αποδεικνύει πως το φυσικό αέριο αναπτύσσεται σήμερα, αλλά και μεσοπρόθεσμα, με τον ταχύτερο ρυθμό στην ιστορία.
Οι απόψεις του Τραμπ για την κλιματική αλλαγή και το ενεργειακό μίγμα είναι γνωστές και σύντομα θα τις δούμε να γίνονται πράξη μετά την ανάληψη της εξουσίας επίσημα την επόμενη εβδομάδα, σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ δείχνουν έτοιμες να απεξαρτηθούν από τις εισαγωγές πετρελαίου. Το ερώτημα είναι τι θα κάνει ο υπόλοιπος κόσμος και ειδικά η Ευρώπη, που παραμένει ενεργειακά εξαρτώμενη.