Η ρωσική επέμβαση στον συριακό εμφύλιο πόλεμο το 2015 απέβλεπε στη στήριξη του δοκιμαζόμενου καθεστώτος Άσαντ, έναντι του οποίου η Ρωσία εξασφάλισε στρατιωτικές βάσεις και ενίσχυσε την επιρροή της στη Μέση Ανατολή. Το 2017 υπεγράφη 49ετής μίσθωση για το λιμάνι της Ταρτούς, όπου η Μόσχα είχε παρουσία από τη δεκαετία του 1970, παρέχοντάς της πρόσβαση στα «θερμά ύδατα» της Μεσογείου.
Σήμερα, η Ρωσία καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από προκλήσεις που θέτουν εν αμφιβόλω τη θέση της στη Συρία. Η ισχυρή σουνιτική και πρώην τζιχαντιστική οργάνωση Hayat Tahrir al-Sham (HTS) ελέγχει κρίσιμες περιοχές και η ρωσική επιρροή αποδυναμώνεται, καθώς η χώρα εισέρχεται σε μια νέα περίοδο πολιτικής αστάθειας. Την ίδια στιγμή, οι σιιτικές δυνάμεις – όπως η Χεζμπολάχ και οι ιρανικές πολιτοφυλακές – έχουν απωλέσει μέρος της ισχύος τους, αφήνοντας ουσιαστικά ακάλυπτη τη ρωσική αεροναυτική παρουσία.
Παρά ταύτα, η HTS φέρεται διατεθειμένη να διατηρήσει τις ρωσικές βάσεις ενεργές, κατανοώντας τη στρατηγική τους σημασία και στοχεύοντας σε διεθνή υποστήριξη. Ο επικεφαλής της, Άχμεντ αλ Σάαρα (γνωστός και ως Αμπού αλ Γκολάνι), επισημαίνει διαρκώς το παράδειγμα των Ταλιμπάν και τις επιπτώσεις της διεθνούς απομόνωσης. Εντούτοις, η νέα ηγεσία της Συρίας αντιμετωπίζει οξύτατα προβλήματα που δυσχεραίνουν την επιβίωσή της. Πρώτον, η έλλειψη ενεργειακών πόρων είναι εμφανής, αφού έχουν διακοπεί τα 80.000 «δωρεάν» βαρέλια πετρελαίου ημερησίως από το Ιράν. Δεύτερον, οι κρατικοί πόροι έχουν σχεδόν εξαντληθεί, με μόλις 200 εκατομμύρια δολάρια αποθεματικό στα δημόσια ταμεία, έναντι των προβλεπόμενων 17 δισεκατομμυρίων, λόγω του προηγούμενου διεφθαρμένου καθεστώτος.
Την ίδια στιγμή, η Ρωσία επιδεικνύει βούληση να διαπραγματευτεί με την κυρίαρχη αντικαθεστωτική ομάδα του κ. Σάαρα. Η πρόσφατη απόσυρση ρωσικών στρατευμάτων και εξοπλισμού από διάφορες περιοχές, και κυρίως από τη στρατιωτική βάση T4 στην έρημο της Χομς, δύναται να υποδηλώσει είτε αναδιάταξη δυνάμεων είτε σταδιακή υποχώρηση. Ο στόχος έγκειται στην ενίσχυση της ναυτικής εγκατάστασης στην Ταρτούς και της αεροπορικής βάσης Khmeimim στη Λατάκεια, όπου διέφυγε ο Μπασάρ αλ Άσαντ, εγκαταλείποντας την εξουσία. Για το Κρεμλίνο, προέχει η διατήρηση των συμφερόντων του στη Μεσόγειο και την Αφρική, με ασφαλή αποχώρησή του από την υπόλοιπη συριακή επικράτεια.
Οι νέες αρχές της Συρίας, από την πλευρά τους, επιδιώκουν στέρεους διπλωματικούς και οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία, επιθυμώντας μια «γέφυρα» με τη διεθνή κοινότητα. Παρόλα αυτά, οι ρωσικές διαπραγματευτικές κινήσεις επηρεάζονται από τους ανταγωνισμούς με άλλες δυνάμεις, όπως η Ουκρανία, η οποία έχει ήδη προσφέρει επισιτιστική βοήθεια (σιτάρι) στο νέο καθεστώς, αυξάνοντας την πίεση στη γεωπολιτική-διπλωματική «σκακιέρα».
Σημαντικός διαμορφωτής των εξελίξεων αναδεικνύεται και η Τουρκία, παραδοσιακός υποστηρικτής και χρηματοδότης της αντιπολίτευσης κατά του Άσαντ και στρατηγικός εταίρος της Ρωσίας. Μέσω εκείνης επιτυγχάνεται η διέξοδος του Κρεμλίνου απέναντι στις διεθνείς κυρώσεις για την εισβολή στην Ουκρανία.
Εν κατακλείδι, η νέα ηγεσία της Συρίας, αναζητώντας διπλωματική και οικονομική στήριξη, επιχειρεί να σταθεροποιήσει τη χώρα που επί μακρόν σπαράσσεται από τον πόλεμο. Παράλληλα, επιδιώκει να εξασφαλίσει διεθνή νομιμοποίηση, με το αμφιλεγόμενο HTS να προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ ισχυρών δρώντων. Από την άλλη, η Ρωσία οριοθετείται σε ένα ρευστό περιβάλλον, όπου η ικανότητα της προσαρμογής της στις νέες συνθήκες θα καθορίσει το μέλλον της στην περιοχή, καθώς και τη γενικότερη γεωπολιτική στρατηγική της στη Μεσόγειο και πέραν αυτής.