Skip to main content

Η Αμερική ψωνίζει και πάλι …εδάφη

Danish Air Force/Arctic Command/Handout via REUTERS

Η επιμονή του Ντόναλντ Τραμπ να μιλάει για νέες εδαφικές προσθήκες ακούγεται σαν μια διαφορετική …εποχή. Φαίνεται σαν μια περίεργη εμμονή, αλλά δεν είναι

Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να …ψωνίσει εδάφη και η Γροιλανδία – το μεγαλύτερο νησί στον κόσμο είναι ο πρώτος στόχος του.

Ο νέος Πλανητάρχης, αφού δεν τα κατάφερε στην πρώτη θητεία του, απλώνει ξανά το χέρι του στο νησί της Αρκτικής που ανήκει στη Δανία.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες πιστεύουν ότι η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της Γροιλανδίας είναι απόλυτη αναγκαιότητα, για την εθνική ασφάλεια και την ελευθερία σε όλο τον κόσμο», έγραψε ο Τραμπ στην πλατφόρμα του, Truth Social.

Για την ιστορία, η Γροιλανδία είναι μια αυτοδιοικούμενη και αυτόνομη περιοχή, που ανήκει στο Βασίλειο της Δανίας. Η μεγάλη διαστημική βάση Πίτουφικ των ΗΠΑ βρίσκεται στο νησί. Το στρατιωτικό αεροδρόμιο και οι εγκαταστάσεις του χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, για την παρακολούθηση εκτοξεύσεων πυραύλων και διαστημικών δραστηριοτήτων στο βόρειο ημισφαίριο.

Η Γροιλανδία, επίσης πλούσια σε αποθέματα ορυκτών και πετρελαίου, βρίσκεται στη συντομότερη διαδρομή από την Ευρώπη στη Βόρεια Αμερική.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πάντως, ο Τραμπ ώθησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Δανίας να αυξήσει δραστικά τις στρατιωτικές της δαπάνες στο νησί της Γροιλανδίας, ύψους έως 2 δισεκατομμυρίων ευρώ. «Νομίζω ότι ο Τραμπ είναι έξυπνος… Βάζει τη Δανία να δώσει προτεραιότητα στις στρατιωτικές της επενδύσεις στην Αρκτική», λέει ο Στιν Κιάεργκαρντ, από την Ακαδημία Άμυνας της Δανίας. Έχοντας κατά νου τον στόχο για αύξηση έως και 5% των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών χωρών.

Ιστορία εδαφικής επέκτασης

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών είναι επίσης μια ιστορία εδαφικής επέκτασης: Η αγορά της Λουιζιάνας από τους Γάλλους διπλασίασε το μέγεθος της χώρας το 1803, με ένα πραγματικό ασήμαντο ποσό: 15 εκατομμύρια δολάρια, τότε, που σήμερα ισοδυναμούν με περίπου 350 εκατομμύρια.

Το 1819, οι Ισπανοί κατακτητές, επικεντρωμένοι στο Μεξικό, παραχώρησαν τη Φλόριντα στους Αμερικανούς. Το Τέξας, μετά τον χωρισμό από το Μεξικό και μια σύντομη ανεξαρτησία, προσαρτήθηκε το 1845.

Ο πόλεμος με τους μεξικανούς γείτονες τα επόμενα τρία χρόνια τελείωσε με την ενσωμάτωση τεράστιων περιοχών στα νοτιοδυτικά, συμπεριλαμβανομένης της Καλιφόρνιας και της Αριζόνα. Ταυτόχρονα, οι Αμερικανοί υπέγραψαν τη Συνθήκη του Όρεγκον με τους Βρετανούς, εδραιώνοντας τον έλεγχό τους στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό.

Η περίοδος της εδαφικής επέκτασης των ΗΠΑ συνεχίστηκε με την αγορά της Αλάσκα από τη Ρωσία το 1867 έναντι επτά εκατομμυρίων δολαρίων, που ισοδυναμούν με κάτι περισσότερο από 125 εκατομμύρια, σήμερα. Ένα ποσό  ασήμαντο, λαμβάνοντας υπόψη τους τεράστιους ορυκτούς πόρους της περιοχής, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου, και τη στρατηγική της θέση μεταξύ της Αρκτικής και του Ειρηνικού, και μεταξύ της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η Χαβάη προσαρτήθηκε το 1898, μετά την ανατροπή της μοναρχίας στο αρχιπέλαγος. Ο πόλεμος με τους Ισπανούς την ίδια χρονιά έδωσε το Πουέρτο Ρίκο, το Γκουάμ και τις Φιλιππίνες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Αμερικανοί κατέλαβαν επίσης ένα τμήμα της Σαμόα, την περιοχή της Διώρυγας του Παναμά και τον Κόλπο του Γκουαντάναμο, όπου διατηρούν μέχρι σήμερα μια στρατιωτική βάση και το ομώνυμο, διαβόητο στρατόπεδο κράτησης «τρομοκρατών».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα έχουν μείνει άλλωστε με το πιο γόνιμο και πλουσιότερο 40% της Βόρειας Αμερικής, αρκετά μακριά από τους εχθρούς τους και με την ανοιχτή θάλασσα να τις συνδέει με τις κύριες παγκόσμιες αγορές. Είναι άλλωστε η γεωγραφία που εξηγεί τον αμερικανικό πλούτο και  την παγκόσμια ισχύ, όπως εξηγεί ο Τιμ Μάρσαλ στο εξαιρετικό βιβλίο του «Αιχμάλωτοι της Γεωγραφίας».

Η επιμονή του Ντόναλντ Τραμπ να μιλάει για νέες εδαφικές προσθήκες ακούγεται σαν μια διαφορετική …εποχή. Φαίνεται σαν μια περίεργη εμμονή, αλλά δεν είναι. Η Γροιλανδία είναι μια δεύτερη Αλάσκα, στρατηγικά τοποθετημένη στη μέση του Ατλαντικού και σε μια όλο και λιγότερο παγωμένη Αρκτική -άρα, όλο και πιο προσβάσιμη- και με ποιος ξέρει τι άλλους πόρους κρύβει κάτω από τη «λευκή της κουβέρτα».