«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος/…λίγο φαΐ λίγο κρασί/Χριστούγεννα κι Ανάσταση».
Τα λίγα, ποιητή, είναι τα πολλά, όταν ο κόσμος παραμιλά. Μια στάση, μια ανακωχή. Η γιορτή είναι εκεί. Πληθωρική. Όχι, δεν αναφέρομαι μόνο σε στάση καταναλωτική, αν και πια δεν με χαλά. Γίνομαι Φρεντ, ο ανιψιός του Σκρουτζ, όσο σβήνουν κεριά, όσο ο καιρός περνά. Ο Φρεντ είναι που λέει «ως εκ τούτου, θείε, αν και ποτέ δεν έβαλα ούτε ένα κομματάκι χρυσό ή ασήμι στην τσέπη μου, πιστεύω πως τα Χριστούγεννα μου έχουν κάνει καλό και πως θα μου κάνουν καλό: και γι’ αυτό λέω ας είναι ευλογημένα!».
Ας είναι παραχωμένα τα Scroogenomics. Ο όρος επινοήθηκε από τον Αμερικανό οικονομολόγο Τζόελ Γουόλντφογκελ, για να ντύσει τη θεωρία του περί ανταλλαγής χριστουγεννιάτικων δώρων ως σπατάλης πόρων. Για τις οικονομίες.
Επειδή θα πάρω σε έναν, δύο, τρεις, 13, ένα δωράκι, γιατί θέλω και αντέχω οικονομικά, θα βλάψω την οικονομία τελικά;
Χοντρικά, αν το δώρο δεν αρέσει στον παραλήπτη, η αξία του είναι μικρότερη από το κόστος απόκτησής του. Βάλτε τον χρόνο και την ενέργεια για την αγορά, ίσως και για την επιστροφή, η σπατάλη είναι μεγάλη. Σε μία οικονομία όπως αυτή των ΗΠΑ την υπολόγισε, προ 15 και πλέον ετών, σε 12 δισ. δολ.
Τι προτείνει, λοιπόν; Χρήση δωροκαρτών ή ανταλλαγή δώρων μόνο μεταξύ πολύ δικών.
Ο Αϊ-Βασίλης μεταξύ στενών. Στεγνός ή μήπως αποπληθωριστικός ρεαλισμός;
Αγαπητέ Άγιε, θέλω φως. Σάρκα φωτός. Σπάσιμο του όρκου στον κυνισμό.
Παραμύθι; Ναι, για μεγάλα παιδιά, που θέλουν να ειρηνεύσουν με τον εαυτό τους και με τον κόσμο. Καθώς είμαι ακαλάντιστη, μια μαντινάδα για τον δρόμο. «Οσά το δροσερό νερό/Απού τη δίψα σβήνει/Ετσά ‘ναι ο λόγος τσ’ ανθρωπιάς/Φάρμακο στην οδύνη».