Τι παράξενος που ’ναι ο κόσμος. Μια σκηνή, μια ρωγμή και γεννάται γιορτή. Με λίγα ή με πολλά, παράξενα ή εκρηκτικά, φωτεινά ή των δύσκολων στιγμών. Αλλά μέσα στον κόσμο.
Με τον άλλο. Με τους άλλους. Με τον Ταπόη, με τον Μανώλη, του «ανέσπερου Έλληνα που κράτησε/τον πόνο στο σωστό του το ύψος».
«Εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης» λάμπει. Τετράχρονα και πεντάχρονα που χάνονται ακόμη στο δάσος της γλώσσας, που δεν ξέρουν ανάγνωση και γραφή, έμαθαν απ’ το διήγημα του 1899 για μια ψυχή, γνωστή-άγνωστη, παρούσα-απούσα.
Έμαθαν ότι υπάρχουν παιδιά διαφορετικά, νευροδιαφορετικά, αυτιστικά, μη λεκτικά ή με προβλήματα κινητικά, και το έμαθαν φυσικά, όπως αναπνέουν, και ύστερα το αποτύπωσαν στο χαρτί και είχε χρώμα πολύ. Δεν ήταν μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία θλιβερή. Ήταν δώρο κατανόησης κι αποδοχής.
Τι δώρο, κυρία! Χωρίς σακούλες και περιτυλίγματα, που σκίζει, κοιτάζει, αφήνει, στο επόμενο, στο επόμενο. Δώρο, που ανοίγει τα μάτια λουστρίνια.
«Τον επετροβολούσαν οι μάγκες της αγοράς, τον εχλεύαζον τα κορίτσια της γειτονιάς, τον εφοβούντο τα νήπια και τα βρέφη. Τον έλεγαν κοινώς “ο Ταπόης” ή ο Μανόλης το “Ταπόι”.
[…] Η νεολαία του χωρίου, οι θαμώνες των μαγαζιών και των καφενείων, δεν έπαυαν ποτέ να τον πειράζουν.
– Είσ’ ένα χταπόδι, καημένε Μανολιό, είσαι χταπόδι.
Κι εκείνος, με την γλώσσαν του την δεμένην δια γλωσσοδέτου μέχρι της ρίζης των οδόντων, απήντα·
– Ναι, είμι Ταπόι!… Ισύ είσι ταπόι. (Ναι, είμαι χταπόδι, εσύ είσαι χταπόδι).
Είχε φίλους τόσον ολίγους και τόσον αμέτρητους εχθρούς, εις μέρος τόσον ολιγάνθρωπον! […] Μόνον την μητέρα του είχεν εις τον κόσμον. Εκείνη τον επόνει».
«Ήτο χωλός και κυλλός και μογιλάλος. Ήτο ο Μανωλιός το Ταπόι».
Ένας ίσκιος μεγαλώνει. Και σήμερα η οικογένεια μόνη. Και πάντα ένα βουητό, συνεχές βουητό, να παλεύει το μυαλό. «Αν κάτι μας συμβεί, ποιος;»
«Πότε τη Γουτού, Γουπατού». (Πότε να ’ρθη του Χριστού, τ’ Αιβασιλειού)
Ήρθε. Τουλάχιστον για τα δροσάκια, που παρακολούθησαν την προηγούμενη Κυριακή το θεατρικό εργαστήρι του Εθνικού. Σειρά μας, να στήσουμε τις φάτνες για τους Ταπόηδες του αποκλεισμού. Αν όχι δίπλα τους, τότε σε ποιους;