Καιροφυλακτεί. Και όταν εκείνη ανοίγει την πόρτα, για να κατέβει από το αυτοκίνητο, πατάει το γκάζι στο δικό του και πέφτει με ταχύτητα επάνω της. Τα πλάνα σοκάρουν. Το «δυστύχημα» ή η «θανατηφόρα παράσυρση», όπως αρχικά χαρακτηρίστηκε, στο Ηράκλειο ήταν δολοφονία.
Θα το συζητήσουμε για λίγες ημέρες και μετά; Θα το ξεχάσουμε. Η επικαιρότητα άλλωστε είναι γεμάτη από περιστατικά ακραίας βίας, από γεγονότα που λες «ότι δεν τα χωράει ο νους», από «ανθρώπους – τέρατα», που έμοιαζαν «ήσυχοι και κλειστοί», που «δεν είχαν δώσει δικαιώματα» ή που έδειχναν «περίεργη συμπεριφορά, αλλά χωρίς καταγγελία τι να πεις;».
Από την περίπτωση του ζευγαριού των αστυνομικών ( που δεν μπορούν να λέγονται γονείς), που υπέβαλαν σε μία κόλαση για τουλάχιστον 8 χρόνια τα παιδιά τους έως τη χθεσινή είδηση για τα δύο 20χρονα παιδιά που σκότωσαν τον 65χρονο πατέρα τους για μερικές χιλιάδες ευρώ, επιχειρώντας να το κάνουν να φαίνεται σαν ατύχημα – η ενδοικογενειακή βία φαίνεται να είναι σε μία πρωτόγνωρη έξαρση.
Το ίδιο και η βία των ανηλίκων. Βία ωμή, σκληρή, σοκαριστική και σχεδόν πάντα καταγεγραμμένη σε ένα κινητό και αναπαραγόμενη στα social media ως «viral» οπτικό υλικό, ως πειστήριο της φρίκης. Μία φρίκη, στην οποία όμως συνηθίζουμε.
Στα sites οι κόκκινες μπάρες της έκτακτης επικαιρότητας παίρνουν φωτιά καθημερινά.
Και στην τηλεόραση, σε απογευματινές εκπομπές επικαιρότητας και δελτία ειδήσεων τα πλάνα επαναλαμβάνονται και μαζί με αυτά οι λεπτομέρειες, το «παρασκήνιο», οι διαρροές για το παρελθόν των δραστών, για τα «καμπανάκια», που χτυπούσαν, αλλά άφηναν ασυγκίνητο οικογενειακό περιβάλλον και αρχές.
Δεν μπορώ να θυμηθώ από πότε έχει να περάσει μία ημέρα, χωρίς να καταγράψουμε εγκλήματα αρρωστημένα.
Το θλιβερό δεν είναι που χάσαμε το μέτρημα. Το θλιβερό είναι που έχουμε ξεχάσει να πούμε το γιατί.