Η χώρα της διαχρονικής πολυνομίας, της γραφειοκρατίας, του νομοθετικού χάους, της ασυνέχειας δεν έχει τέλος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη ακύρωση από το Συμβούλιο της Επικρατείας του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού.
Η κυβέρνηση παρενέβη θεσμικά αναλαμβάνοντας υψηλό νομοθετικό ρίσκο, το οποίο δεν της «βγήκε», με αποτέλεσμα να έλθουν τα πάνω κάτω στην οικοδομική δραστηριότητα. Κατασκευαστές και επενδυτές βρίσκονται σε απόγνωση, ενώ φουντώνει εκ νέου η «φωτιά» στις τιμές των ακινήτων, λόγω μερικής ανάσχεσης στις εκδόσεις αδειών και μείωσης της προσφοράς ακινήτων.
Κι αυτό, τη στιγμή κατά την οποία τα συναρμόδια υπουργεία αναζητούν -καιρό τώρα- λύση για το στεγαστικό ζήτημα, δίδοντας έμφαση κυρίως στους νέους και τα ευάλωτα νοικοκυριά.
Το παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι οι κυριολεκτικά απαγορευτικές τιμές των διαμερισμάτων, για την πλειονότητα των ενδιαφερομένων, πιέζονται ανοδικά και από την ανάληψη πρωτοβουλιών στήριξης της στέγης, όπως τα προγράμματα «Ανακαινίζω – Νοικιάζω» ή «Σπίτι μου», που από τη μια ενισχύουν τους οικονομικά αδύναμους και από την άλλη σπρώχνουν τις τιμές προς τα πάνω.
Οι επιχειρήσεις του κλάδου, διαπιστώνοντας ότι εισρέει φρέσκο χρήμα στην αγορά, ανεβάζουν τις τιμές, με αποτέλεσμα για κάποιους (τους δικαιούχους προγραμμάτων) οι ενισχύσεις να αποδεικνύονται δώρον – άδωρον και για κάποιους άλλους (τους έχοντες) επιβαρυντικές.
Ποιο είναι λοιπόν το ζητούμενο; Μα η εποπτεία της αγοράς, που -επίσης διαχρονικά- παραμένει ελλιπής, ίσως και ανύπαρκτη. Ποιος εκ των ελεγκτών προέβη σε τιμοληψίες πριν και μετά την ανακοίνωση και εφαρμογή ενός μεγάλου προγράμματος χρηματοδότησης της στέγης; Ποιος κατέγραψε την τιμολογιακή συμπεριφορά των επιχειρήσεων; Ποιος επιχείρησε να βάλει… χέρι σε όσους προκαλούν με τη στάση τους;
Προφανώς, κανένας. Η αγορά είναι ελεύθερη, όμως πρέπει να ελέγχεται και μάλιστα αυστηρά για τις πρακτικές της, που ενίοτε είναι παράτυπες, παραπλανητικές, παράνομες, όπως και «μαύρες». Αλλά ποιος νοιάζεται… Αρκεί να πέφτει το χρήμα στην αγορά…