Το fat tax είναι ωραία ιδέα, σαν τα «πέναλτι» για την απόσυρση των παλαιών αυτοκινήτων. Φορολογούνται με αυξημένο συντελεστή ΦΠΑ το junk food, τα λίπη, η ζάχαρη και τα αλμυρά, για να εγκαταλείψει ο (φορολογούμενος) καταναλωτής τα επιβλαβή για την υγεία είδη και να στραφεί στην υγιεινή διατροφή.
Ομοίως και με τα αυτοκίνητα. Αυξάνει η (όποια) κυβέρνηση τα τέλη κυκλοφορίας στα παλαιά αυτοκίνητα εσωτερικής καύσης, για να ανακαλύψει επιτέλους ο (επίσης φορολογούμενος) οδηγός το ιδεώδες της πράσινης μετάβασης και να αγοράσει ηλεκτροκίνητο. Σύγχρονο, αθόρυβο και φιλικό στο περιβάλλον.
Το μόνο ζήτημα είναι πως το πρόβλημα του (φορολογούμενου) καταναλωτή και πολίτη μπορεί να μην είναι η διατροφική ή οδηγική κουλτούρα, αλλά η οικονομική ανέχεια. Ήτοι με μέσο μισθό 1.000 ευρώ τον μήνα ο Έλληνας καταναλωτής μπορεί να μην είναι junkie των λιπαρών, αλλά απλώς να μην του φτάνουν τα λεφτά για να αγοράσει υγιεινό ψάρι. Εξίσου πιθανό είναι να μην αντέχει η τσέπη του να κοιτάξει καν το ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο, εξ ου και κυκλοφορεί με το τετράτροχο απομεινάρι της προηγούμενης 20ετίας.
Μοιάζει δύσκολο όλα αυτά να μην τα έχουν σκεφτεί οι διαπρεπείς οικονομολόγοι του ΟΟΣΑ. Άρα η σύστασή τους για επιβολή fat tax στην Ελλάδα μάλλον στην υγεία των δημοσίων ταμείων στοχεύει και όχι στην υγεία των καταναλωτών – στην περαιτέρω αύξηση των δημοσίων εσόδων μέσω μιας ακόμη αύξησης του ΦΠΑ.
Ίδια στόχευση έχουν και οι υπόλοιπες εισηγήσεις τους: Από την άρση του αφορολογήτου στα εισοδήματα των 10.000 ευρώ έως την κατάργηση των φορολογικών συντελεστών ΦΠΑ και των απαλλαγών για τους συνταξιούχους. Δεν είναι νέο εφεύρημα, είναι η ίδια παλιά εισπρακτική συνταγή του ΔΝΤ, η δημοσιονομική ανάταξη διά της εσωτερικής υποτίμησης και της εισοδηματικής συμπίεσης.
Εσχάτως δε το μοντέλο φοριέται κι αλλού. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, προς τιμήν και δόξα της Μαρίν Λεπέν (και των λοιπών ακροδεξιών δυνάμεων)…