Ένα μεγάλο ερώτημα πλανιέται πάνω από την ούτως ή άλλως αποδυναμωμένη Ευρώπη: Θα διολισθήσει μετά τη Γερμανία και η Γαλλική οικονομία σε μια δικιά της κρίση, τη μεγαλύτερη της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας κατά τον πρωθυπουργό της χώρας; Αυτή τη φορά σε κρίση χρέους;
Αφορμή για το έναυσμα και την εξάπλωση καταστροφικών σεναρίων έδωσε η αδυναμία έγκρισης του προϋπολογισμού 2025 που κατέθεσε η κυβέρνηση συνασπισμού του Michel Barnier, στον οποίο προβλεπόταν μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κατά 1%.
Τα δύο κόμματα της ακροδεξιάς και της αριστερής πτέρυγας της Βουλής εξέφρασαν τις διαφωνίες τους ενώ ταυτόχρονα κατέθεσαν και πρόταση μομφής η οποία έγινε αποδεκτή και οδήγησε σε πτώση της κυβέρνησης μειοψηφίας.
Η εξέλιξη αυτή γεννά άμεσα πλήθος βραχυπρόθεσμων προβλημάτων, τα οποία συνδέονται με την ομαλή λειτουργία του κράτους και την αποφυγή ενός επώδυνου shutdown. Το θέμα είναι ότι, ανεξάρτητα από τη λύση που θα δοθεί με βάση την κείμενη νομοθεσία ή τη χρήση των εξουσιών του Προέδρου, η Γαλλία, υπόδειγμα δημοκρατίας, θα διολισθήσει σε αμφισβητήσεις ποιότητας του κοινοβουλευτικού της συστήματος. Όμως, το πρόβλημα της Γαλλίας δεν είναι αμιγώς πολιτικό αλλά κυρίως οικονομικό, το οποίο δεν προέκυψε βέβαια τώρα, ώστε να αντιμετωπιστεί με μέτρα συγκυριακού χαρακτήρα, αλλά εξελίχθηκε σταδιακά από την έναρξη της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα.
Πρόβλημα το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα και το συσσωρευμένο χρέος
Το δημόσιο χρέος της Γαλλίας είναι σε ονομαστικά μεγέθη το 5ο μεγαλύτερο στον κόσμο. Ανέρχεται στα 3,23 τρις Ευρώ η σχέση του δε προς το ΑΕΠ βρίσκεται στο 112%. Όταν το 2008 ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση, αποκαλύφθηκε σταδιακά το πρόβλημα της Ελλάδος και οδηγηθήκαμε στην κρίση του Ευρώ, η Γαλλία παρουσίαζε μία πολύ ισορροπημένη εικόνα στα δημοσιονομικά της, συνεπή προς τις απαιτήσεις της συνθήκης του Μάαστριχτ, όπου το χρέος ανέρχονταν στο 60% του ΑΕΠ.
Έκτοτε συνεχώς οι δαπάνες ήταν μεγαλύτερες από τα έσοδα, με αποτέλεσμα τη συσσώρευσή του σε μια πολύ προβληματική περιοχή. Εξυπακούεται, ότι και το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν συνεχώς πάνω από το 3% της συνθήκης. Για το 2024 υπολογίζεται μάλιστα, ότι θα υπερβεί το 6%. Αυτό αποτέλεσε άλλωστε και το γεγονός που πυροδότησε και την παρούσα κρίση.
Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του αναμορφωμένου Συμφώνου Σταθερότητας, όπου η Γαλλία ως χώρα με χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ είναι υποχρεωμένη να μειώνει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κατά μία μονάδα κατ’ έτος, να ασκεί δηλαδή πολιτική λιτότητας, έρχεται σε μια στιγμή όπου, μετά και τις εξαγγελίες Trump, αντιμετωπίζει εντονότερα τεράστια προβλήματα ανταγωνιστικότητας και σημάδια αποβιομηχάνισης. Οι Γάλλοι φοβούνται πλέον όχι μόνο για τη διατήρηση των εισοδημάτων τους στο σημερινό επίπεδο ευημερίας, αλλά και για να μην απωλέσουν τις θέσεις εργασίας τους, κυρίως σε κλάδους όπως η βιομηχανία αυτοκινήτων και των προμηθευτών της.
Έχουν παρόμοια δηλαδή προβλήματα με τη Γερμανία, από καλύτερη όμως θέση, λόγω του ευνοϊκότερου ενεργειακού μείγματος, αλλά και της δημογραφικής ισορροπίας. Η σχεδόν ταυτόσημη εικόνα προβλημάτων των δύο χωρών, παραπέμπει στην ανάγκη εύρεσης ευρωπαϊκής λύσης, κάτι που από δηλώσεις αρμοδίων των δύο μεγάλων χωρών δείχνει να έχει κατανοηθεί.
Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος χρεοκοπίας;
Οι πρώτες ανησυχίες για την κατάσταση της οικονομίας άρχισαν να διαφαίνονται με τη σταδιακή άνοδο των spreads των γαλλικών ομολόγων έναντι των γερμανικών. Όταν πλησίασαν τις 90 μονάδες βάσεις, όπου για λίγο στις διεθνείς αγορές το κόστος χρήματος για τα δεκαετή ομόλογα ξεπέρασε εκείνο των ελληνικών, ξύπνησαν δημοσιογραφικές μνήμες από την περιπέτεια της de facto χρεοκοπίας της Ελλάδος. Οι παραλληλισμοί όμως αδικούν τη μεγάλη χώρα, η οικονομία της οποίας έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα της Ελλάδας της κρίσης.
Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο εθεωρείτο ως μια «συστημικά αδιάφορη» χώρα, ενώ η Γαλλία λόγω μεγέθους, ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης μέλους της ομάδας των G7, συγκαταλέγεται στις «συστημικά σημαντικές».
Αυτό σημαίνει, ότι είναι “too big to fail” για να αφεθεί να χρεοκοπήσει. Παρότι οι ανάγκες δανεισμού της είναι τεράστιες, περί τα 300 δις Ευρώ για φέτος , 170 δις Ευρώ νέο χρέος και 130 δις για την ανανέωση λήξεων. Συνεχίζει να δανείζεται όμως κανονικά με λογικό για τα προβλήματά της επιτόκιο των 3%, ενώ μόλις προ δύο ημερών επιβεβαιώθηκε το αξιόχρεο της χώρας από τον οίκο S&P, με τη διατήρηση στη βαθμίδα ΑΑ- και προοπτική σταθερή. Σε ζώνη κινδύνου βέβαια βρίσκεται, ανησυχία και αβεβαιότητα υπάρχει, κυρίως επειδή δεν διαφαίνεται στο ορίζοντα λύση στο πρόβλημα σταθερής κυβερνησιμότητας της χώρας, το οποίο οι αγορές τιμολογούν ανάλογα.
Κινδυνεύει η Ευρώπη;
Υπό την προϋπόθεση, ότι η όποια γαλλική κυβέρνηση ορισθεί, θα νοικοκυρέψει τα δημοσιονομικά της χώρας και θα μειώσει την έκθεσή της στις διεθνείς αγορές, το ενδεχόμενο χρεοκοπίας απομακρύνεται ως απίθανο να προκύψει.
Άλλωστε η Γαλλία δεν αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα βιωσιμότητας του χρέους της αυτή τη στιγμή. Θα μπορούσε αυτό να προκύψει μόνο στην περίπτωση που η πολιτική κρίση καταστεί ανυπέρβλητη για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπου θα είχαμε συσσώρευση προβλημάτων που πιθανόν να οδηγούσαν σε αδιέξοδα.
Ας σημειωθεί όμως, ότι και για την πλέον απίθανη αυτή περίπτωση, υπάρχει και η χρησιμοποίηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) του νέου μηχανισμού Transmission Protection Instrument (TPI), ό οποίος δημιουργήθηκε πρι από δύο χρόνια χωρίς ακόμη να έχει εφαρμοστεί σε κάποια χώρα. Με το εργαλείο αυτό, η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να παρέμβει αγοράζοντας κρατικά ομόλογα, μειώνοντας το κόστος απόκτησης ρευστότητας μιας χώρας, για όσο χρειασθεί.
Αυτό μπορεί να γίνει βέβαια υπό προϋποθέσεις, και εφόσον η χώρα συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της, που απορρέουν από τις κοινές αποφάσεις των ευρωπαικών οργάνων. Ιδού συνεπώς πεδίο δόξης λαμπρό για τη νέα κυβέρνηση να ακολουθήσει μια συνετή δημοσιονομική πολιτική, ώστε να επανέλθει η χώρα γρήγορα στην ομαλότητα.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς