Οι καταναλωτές γκρινιάζουν, η κυβέρνηση αγωνιά και οι αναλυτές «ψάχνονται» για το «θαύμα» του οργανωμένου λιανεμπορίου που καταφέρνει και αυξάνει τα έσοδά του θεαματικά -βοηθούντος φυσικά και του πληθωρισμού-, ενώ η οικονομία έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου βιώνοντας τρεις διαδοχικές, μεγάλης διάρκειας και… ισχύος κρίσεις. Την κρίση χρέους, την πανδημία και την ενεργειακή ακρίβεια.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από το 2007 έως και σήμερα, ο τζίρος των σούπερ μάρκετ καταγράφηκε αυξημένος κατά 28%, με τον όγκο πωλήσεων να παρουσιάζει πτώση μόλις 2%. Το δεύτερο αυτό στοιχείο, η λεγόμενη ζήτηση, είναι που κάνει τη διαφορά. Όσο η οργανωμένη λιανική βλέπει τη ζήτηση να διατηρείται περίπου σταθερή δεν έχει λόγο να μειώσει τις τιμές της.
Αν, λοιπόν, κάποιοι όντος επιθυμούν οι τιμές να πέσουν, ο τρόπος είναι ένας: Να «πείσουν» τους καταναλωτές να «τραβηχτούν» από τα ράφια. Να περιορίσουν, δηλαδή, τις αγορές τους. Να αρκεστούν στα άκρως απαραίτητα, περνώντας το μήνυμα στο εμπόριο και τους προμηθευτές του ότι και δύναμη διαθέτουν αλλά και τη γνώση να ασκήσουν τα δικαιώματά τους.
Μόνο ένα ισχυρό καταναλωτικό κίνημα θα μπορούσε να σώσει την… παρτίδα των τιμών, υποχρεώνοντας την αγορά να «υποκλιθεί» στον πελάτη.
Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης είναι που διαμορφώνει τις τιμές, αλλά ο μόνος που δεν το γνωρίζει είναι ο ίδιος ο καταναλωτής. Και πώς θα μπορούσε, όταν οι ενώσεις καταναλωτών είναι κυριολεκτικά απούσες;
Η ευθύνη βαραίνει τις κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών που άφησαν ανοχύρωτο το καταναλωτικό κίνημα. Αν έπρατταν διαφορετικά, η εικόνα των τιμών θα ήταν άλλη…