Σε πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, στην κατάταξη με τα υψηλότερα ανείσπρακτα χρέη προς την εφορία η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση παγκοσμίως, καθώς αυτά υπερβαίνουν το 190% των φορολογικών εσόδων που εισπράττονται ετησίως.
Αν στο εν λόγω ποσό προστεθούν και τα ανείσπρακτα χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία, η πρωτιά της χώρας μας είναι βέβαιη και με αισθητή διαφορά από τη δεύτερη χώρα.
Το χειρότερο, όμως, δεν είναι το ύψος των χρεών, αλλά η εισπραξιμότητά τους. Από τα 107 δισ. ευρώ που είναι τα χρέη προς την εφορία, το ποσό που θεωρείται πραγματικά εισπράξιμο περιορίζεται σε λιγότερο από 20 δισ. ευρώ. Εκτός και αν κανείς θεωρεί ότι μπορούν να εισπραχθούν χρέη 83 δισ. ευρώ που χρωστάνε ΑΦΜ με οφειλή άνω του 1 εκατ. ευρώ έκαστος ή ποσό 95 δισ. ευρώ που οφείλουν ΑΦΜ με ατομικά χρέη άνω των 100.000 ευρώ.
Παρόμοια είναι και η εικόνα προς τον ΕΦΚΑ. Από τα 49 δισ. ευρώ που είναι το σύνολο των χρεών, για πρώτη φορά το ΚΕΑΟ, ο εισπρακτικός βραχίονας του ΕΦΚΑ, δηλώνει «παραίτηση» από οφειλές ύψους 9,8 δισ. ευρώ, οπότε το εισπράξιμο μειώνεται σε επίπεδα κάτω των 40 δισ. ευρώ.
Όχι πως 40 δισ. ευρώ είναι εισπράξιμα, αφού αν αναλυθούν τα χρέη με βάση την παλαιότητα, η εικόνα είναι πολύ χειρότερη. Τα 2/3 ή 32,8 δισ. ευρώ έχουν ηλικία άνω των 10 ετών και 20 δισ. ευρώ είναι «ηλικίας» 15 ετών και άνω.
Ουδείς λογικός μπορεί να υποστηρίξει και να γίνει πιστευτός ότι θα εισπραχθεί έστω και ένα μέρος από τα ποσά αυτά, διότι, απλώς, αυτοί που τα χρωστάνε -φυσικά πρόσωπα ή εταιρείες- είτε δεν υπάρχουν είτε έχουν φροντίσει να μην υπάρχουν ορατά τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Αν τα αρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας θέλουν να μη συνεχιστεί η τροφοδοσία των ανείσπρακτων οφειλών, ας φροντίσουν να παγώσουν την αύξησή τους.
Πώς γίνεται αυτό; Ας ρωτήσουν την κοντινή Σερβία και το μακρινό Ναούρου, μια νησιωτική δημοκρατία στον νότιο Ειρηνικό, πώς καταφέρνουν και έχουν μηδενικά ληξιπρόθεσμα και μοιράζονται την πρώτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη.