Skip to main content

Οι προκλήσεις και ευκαιρίες μετά τη διαγραφή Σαμαρά

Εγκαίνια του Κέντρου Εκπαίδευσης του Πυροσβεστικού Σώματος στη Νέα Μάκρη, δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ), παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, 30 Μαρτίου 2023.

Η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν ήταν εν βρασμώ - Αλλά κρύβει πολλά ρίσκα

Η διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά δεν αποτελεί απλώς μια στιγμή εσωκομματικής διαμάχης, αλλά ένα σημείο καμπής τόσο στην πολιτική επικαιρότητα όσο και στον χώρο της ελληνικής δεξιάς.

Αν και σε πρώτη ανάγνωση  μπορεί να φαίνεται απλώς ως μία κίνηση απομάκρυνσης ενός επαναλαμβανόμενου «εμποδίου» είναι σχεδόν βέβαιο ότι κρύβει πολλαπλά ρίσκα. Το κυριότερο από αυτά είναι ο κίνδυνος ενίσχυσης της ρητορικής της παραδοσιακής δεξιάς, η οποία – αυτή την περίοδο – συναντά διεθνή απήχηση. Επιπλέον, υπάρχει η περίπτωση ανασύνταξης της λαϊκής και συντηρητικής δεξιάς εκτός ΝΔ.

Ομολογουμένως, η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν ήταν εν βρασμώ. Ο ίδιος, όλα αυτά τα χρόνια, έχει καλλιεργήσει την εικόνα ενός αποφασιστικού ηγέτη με ριζοσπαστικές πολιτικές και πρωτοβουλίες που προάγουν την κοινωνική πρόοδο και αφήνουν πίσω τους οποιαδήποτε “παλαιοκομματική” προσέγγιση. Ως εκ τούτου, η κίνηση του μόνο στρατηγική θα μπορούσε να είναι. Με τη διαγραφή Σαμαρά, ο Πρωθυπουργός υπενθύμισε τρία πράγματα.

  • Πρώτον, τη σταθερότητα της κυβέρνησης η οποία δεν αμφισβητείται.
  • Δεύτερον,  την κυριαρχία του εντός της γαλάζιας παράταξης.
  • Τρίτον, τη μηδενική ανοχή του στην άκρατη και ευθεία εσωτερική αντιπολίτευση.  Μολαταύτα, πρόκειται για μία απόφαση που μελλοντικά μπορεί να διαμορφώσει την πορεία της Νέας Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση να επηρεάσει την ευρύτερη πολιτική δυναμική στην Ελλάδα και διεθνώς.

Κι αυτό διότι (παρακολουθώντας τις δημόσιες συζητήσεις, εύκολα διαπιστώνει κάποιος  ότι) η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο σημαντικές προσωπικότητες της ΝΔ συνιστά για τους πολίτες  μια σύγκρουση με ιδεολογικές, πολιτικές και προσωπικές διαστάσεις.

Η άσκηση ισορροπίας εντός ΝΔ

Είναι φανερό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιδιώκει να διατηρήσει τη Νέα Δημοκρατία ως τον κυρίαρχο πόλο του πολιτικού συστήματος, επενδύοντας σε μία πολυμέτωπη στρατηγική: α) την επαναπόκτηση της κεντρώας ψήφου σε μία χρονική στιγμή που το ΠΑΣΟΚ ξανακερδίζει έδαφος και β) τη διασφάλιση των παραδοσιακών ψηφοφόρων του κόμματος του. Ωστόσο, από την απώλεια δεξιών στελεχών, όπως ο Σαμαράς, ελλοχεύει ο κίνδυνος δημιουργίας πολιτικών ρωγμών, που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι  κομματικοί αντίπαλοι του.

Το παιχνίδι δύναμης και στρατηγικής που ξεδιπλώνεται ενέχει προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες για τον επαναπροσδιορισμό του ιδεολογικού προσανατολισμού της Νέας Δημοκρατίας.  Κι αυτό, διότι η ρήξη Μητσοτάκη-Σαμαρά πρέπει να ειδωθεί στο ευρύτερο πλαίσιο της ανόδου της συντηρητικής και λαϊκιστικής δεξιάς σε διεθνές επίπεδο. Ως εκ τούτου, το  ερώτημα που γεννάται είναι αν η ΝΔ θα καταφέρει να διατηρήσει την ενότητά της ή θα οδηγηθεί σε περαιτέρω ιδεολογική πόλωση. Κι αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από την ικανότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη να ισορροπήσει μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών (κι όχι μόνο) τάσεων.

Η Στρατηγική του Αντώνη Σαμαρά

Η συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά στο “Βήμα της Κυριακής” ήταν γεμάτη αιχμές και σκληρή κριτική. Έμοιαζε με την κορύφωση μίας αντιπολιτευτικής ρητορικής, που έχει ξεκινήσει καιρό πριν και συνάδει με το το προφίλ του ως θεματοφύλακα της δεξιάς ιδεολογίας.

Είχε επιλέξει, εδώ και καιρό άλλωστε, να τοποθετείται ως η εναλλακτική φωνή εντός της ΝΔ, κυρίως για τα εθνικά θέματα. Γεγονός που είτε τον εξυπηρετούσε στην επιδίωξή του να κρατήσει ζωντανή την επαφή με ένα πιο συντηρητικό κομμάτι της εκλογικής βάσης, είτε  ήταν απλώς μία απόπειρα να επαναφέρει τη ΝΔ σε ένα πιο «σκληρό» δεξιό πλαίσιο.

Σε κάθε περίπτωση, με την έμφαση που δίνει σε θέματα εθνικής ταυτότητας, κυριαρχίας και παραδοσιακών αξιών, εκπροσωπεί το κύμα του εθνοκεντρικού συντηρητισμού (που κυριαρχεί πολιτικά  τα τελευταία χρόνια – από τον Τραμπ στις ΗΠΑ μέχρι τον Όρμπαν στην Ουγγαρία και τη Μελόνι στην Ιταλία) και βρίσκει ακροατήριο σε ένα κοινό που ενδιαφέρεται κυρίως για ζητήματα μετανάστευσης, παγκοσμιοποίησης και πολιτισμικής αλλοίωσης.

Στο σήμερα, ο Αντώνης Σαμαράς θα κληθεί να λάβει αποφάσεις που θα καθορίσουν αν θα παραμείνει κεντρική προσωπικότητα στον δημόσιο διάλογο ή αν η επιρροή του θα υποβαθμιστεί. Είναι στο χέρι του να αποφασίσει πώς θα κεφαλαιοποιήσει τη διαγραφή του. Μπορεί να διατηρήσει το κύρος του ως πρώην πρωθυπουργός με καίριες και στοχευμένες παρεμβάσεις ή θα υπονομεύσει την πολιτική του κληρονομιά, προχωρώντας σε άστοχες κινήσεις και συνεργασίες με μικρούς, δεξιούς σχηματισμούς που ταυτίζονται με τον όρο «λούμπεν»;

Ανεξάρτητα από το δρόμο που θα επιλέξει, ο Σαμαράς θα έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, καθώς το κομμάτι της κοινωνίας που ταυτίζεται με την εθνοκεντρική δεξιά δεν είναι αμελητέο.

Αν η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη καταφέρει να διατηρήσει τη συνοχή της και να απορροφήσει τις αντιφάσεις των δύο τάσεων που τη χαρακτηρίζουν, θα παραμείνει κυρίαρχη στην ελληνική πολιτική σκηνή για πολλά ακόμη χρόνια. Αντίθετα, εάν ο Σαμαράς καταφέρει να ανασυντάξει τη δεξιά βάση, η ΝΔ κινδυνεύει να βρεθεί σε μια εσωτερική διαμάχη που θα μπορούσε να επηρεάσει την εκλογική της πορεία.

*Η Ελένη Κριτσιδήμα είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας