Η υπερπαραγωγή πλεονασμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό δεν οφείλεται ούτε σε συνετή δημοσιονομική διαχείριση ούτε στην ανάπτυξη, διότι υπερπλεονάσματα εμφανίζονταν ακόμη και όταν είχαμε ύφεση ή οριακή ανάπτυξη.
Οφείλεται σε μια «μαγική συνταγή» της πάλαι ποτέ τρόικας, την οποία οι υπουργοί Οικονομικών από το 2016 -έτος που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα υπερπλεονάσματα- και εντεύθεν, δεν την αλλάζουν, καθώς αποδίδει.
Υπό κανονικές συνθήκες σε μια οικονομία θα αυξάνονταν οι φόροι αναλογικά με τα εισοδήματα, αλλά εδώ αυτό δεν ισχύει. Η αύξηση της απασχόλησης με εργαζόμενους αμειβόμενους με τον βασικό μισθό ή με μερική απασχόληση δεν προσφέρει στην άμεση φορολογία, καθώς είναι αφορολόγητοι, ενώ συνεισφέρουν στην έμμεση φορολογία, λόγω κατανάλωσης.
Πάνω από τον κατώτατο, οι αποδοχές έχουν μείνει παγωμένες και -όπως αποκαλύπτουν έρευνες διεθνών οργανισμών, π.χ. της Eurostat και του ΟΟΣΑ- η Ελλάδα έχει τους χαμηλότερους μέσους μισθούς στην Ε.Ε. -όπου μας προσπέρασαν χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ- και μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Ακόμη, οι επενδύσεις παράγουν εισοδήματα, άρα και φόρους, εφόσον όμως πρόκειται για παραγωγικές. Μια εξαγορά υφιστάμενης επιχείρησης έχει ελάχιστο αντίκτυπο, όπως επίσης και οι επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες συνεισφέρουν στο ΑΕΠ μόνο στη φάση της κατασκευής.
Ποια είναι, λοιπόν, τα υλικά της μνημονιακής «συνταγής», που εξακολουθεί και εκτρέφει τα υπερπλεονάσματα; Σταχυολογούμε μερικά.
Προ μνημονίων, στις αρχές του 2010, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ ήταν στο 19%. Αυξήθηκε και παραμένει στο 24%, προσθέτοντας περίπου 4-5 δισ. ευρώ ετησίως, με τη συνδρομή και του πληθωρισμού.
Ο ΕΝΦΙΑ, ένα επίσης μνημονιακό μέτρο, συνεισφέρει περίπου 2,3 δισ. ευρώ. Η αυξημένη επιβάρυνση της φορολογικής κλίμακας στα μεσαία εισοδήματα από 20.000 έως 40.000 ευρώ προσθέτει έσοδα περίπου 1-1,5 δισ. ευρώ. Οι φόροι στα καύσιμα που αυξήθηκαν στη διάρκεια των μνημονίων προσφέρουν περίπου 500 εκατ. ευρώ κ.λπ.
Είναι σαφές ότι αν από τον κρατικό προϋπολογισμό αφαιρεθούν τα εν λόγω μνημονιακά μέτρα, από τα υπερπλεονάσματα θα επιστρέψουμε στα γνωστά μας… υπερελλείμματα.