Skip to main content

Ολοταχώς προς μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία

Σήμερα βρισκόμαστε, εδώ και τρία  χρόνια, μπροστά σε μια ακόμη ευκαιρία, πιθανώς τη μεγαλύτερη, η αξιοποίηση της οποίας θα μπορούσε να μας οδηγήσει υπό προϋποθέσεις στο ποθητό αποτέλεσμα. Τι όμως μας εμποδίζει;

Στο παρελθόν η χώρα μας είχε πολλές ευκαιρίες να ανασυντάξει την οικονομία της και να ακολουθήσει τον δυτικοευρωπαϊκό δρόμο της αειφόρου ανάπτυξης, που θα διασφάλιζε το μέλλον της και την ευημερία των πολιτών της.

Παρά τη σχετική πρόοδο όμως που συντελέστηκε σε κάποιους τομείς, η αλήθεια είναι ότι σπατάλησε σημαντικούς πόρους και ανθρώπινες προσπάθειες, καταγράφοντας τα τελευταία πενήντα χρόνια ένα ισχνό 1% πραγματικής ανάπτυξης το χρόνο, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην τελευταία ή περίπου στην τελευταία θέση σε όλους τους σημαντικούς δείκτες, συγκριτικά με τις παλιές αλλά και τις νεότερες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα βρισκόμαστε, εδώ και τρία  χρόνια, μπροστά σε μια ακόμη ευκαιρία, πιθανώς τη μεγαλύτερη, η αξιοποίηση της οποίας θα μπορούσε να μας οδηγήσει υπό προϋποθέσεις στο ποθητό αποτέλεσμα. Τι όμως μας εμποδίζει;

Πρώτον, η αναποτελεσματικότητα στη λειτουργία του κράτους σε συνδυασμό με την έλλειψη ή πλημμελή λειτουργία των θεσμών. Και για όσους θεωρούσαν, ότι η συμβολή τους στη μεσομακροπρόθεσμη πορεία της οικονομίας δεν είναι δα και τόσο σημαντική, ήλθε το φετινό βραβείο Νόμπελ για την οικονομία για να μας θυμίσει, ότι μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο έδειξαν, πως η σωστή λειτουργία των θεσμών, όχι μόνο είναι σημαντική, αλλά πιο χρήσιμη και από την ύπαρξη μεγάλων αποθεμάτων σε πρώτες ύλες και ορυκτά καύσιμα. Όπου, μέσα από θεσμούς λειτουργεί ικανοποιητικά το κράτος δικαίου και κυρίως η απονομή δικαιοσύνης άψογα και με ταχύτητα, απεδείχθη, ότι διασφαλίζουν μια δέσμη σημαντικών προϋποθέσεων για την αειφόρο ανάπτυξη και την ευημερία των λαών τους.

Ότι η χώρα μας πάσχει από έλλειψη θεσμών, στέρεων, με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα και αμεροληψία προς όφελος του λαού της, είναι κοινό μυστικό. Σε σχετικές αξιολογήσεις από θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου εξετάζεται η συμμόρφωση της χώρας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο σε ότι αφορά τη λειτουργία του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, αναφέρονται π.χ. από την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «σοβαρές απειλές κατά της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων  στην Ελλάδα». Επίσης σε αντίστοιχη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σημειώνονται αφενός μεν τα θετικά βήματα που έχουν γίνει, παρατηρείται όμως, ότι χρειάζεται βελτίωση σε πολλούς τομείς όπως είναι η απονομή δικαιοσύνης, τα θέματα διαφθοράς, ελλιπούς διαβούλευσης στα νομοθετήματα καθώς και στη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών, επισημαίνοντας: «Ανεξάρτητες Αρχές που έχουν συσταθεί δυνάμει του Συντάγματος αντιμετωπίζουν προκλήσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το καθεστώς τους και την ικανότητά τους να εκτελούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους». Περιττό να κατονομάσει κανείς μία εξ αυτών, την Επιτροπή Ανταγωνισμού, της οποίας η πλημμελής λειτουργία κυρίως λόγω έλλειψης προσωπικού και πόρων, έχει οδηγήσει στην εγκατάσταση ολιγοπωλιακών καταστάσεων σε αρκετούς σημαντικούς τομείς της αγοράς και που επιτρέπουν συμπεριφορές καρτέλ εις βάρος των καταναλωτών αλλά και τη δυνατότητα διείσδυσης νέων παικτών στις συγκεκριμένες υποαγορές.

Δεύτερον, η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών, η απογοήτευση και η εξ αυτής απορρέουσα απαισιοδοξία τους για την πορεία των πραγμάτων στο μέλλον. Πληθώρα μελετών καταξιωμένων ινστιτούτων της αλλοδαπής αλλά και εγχωρίων και μάλιστα δημοσίου συμφέροντος, καταλήγουν στο ίδιο αρνητικό συμπέρασμα: Οι Έλληνες είναι απογοητευμένοι από την πολιτική τους ηγεσία και εξοργισμένοι με τα αποτελέσματά της, αφού στη συντριπτική τους πλειοψηφία θεωρούν ότι η χώρα δε βρίσκεται σε σωστό δρόμο και ταυτόχρονα βλέπουν μείωση ή στασιμότητα για τη μελλοντική προοπτική των οικονομικών τους. Τα συμπεράσματα του κυλιόμενου Ευρωβαρόμετρου (17/4/2024), είναι εξόχως ενδεικτικά της κατάστασης που βιώνουν οι Έλληνες κυρίως στο πεδίο της οικονομίας και ιδιαίτερα της ακρίβειας. Στην ερώτηση για την άποψή τους, σε ότι αφορά την κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία, απάντησαν εντελώς κακή το 82%, ενώ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η ίδια εκτίμηση ανέρχεται στο 58%. Ακόμη χειρότερα με βαρύτητα για το κλίμα που επικρατεί, είναι τα σχετικά με τις προσδοκίες στοιχεία, όπου το 44% θεωρεί, ότι η κατάσταση στην οικονομία  τον επόμενο χρόνο θα είναι χειρότερη, το 38% θα παραμείνει η ίδια, ενώ μόνο το 17% πιστεύει ότι θα είναι καλύτερη. Οι αιτίες για τις χαμηλές προσδοκίες των νοικοκυριών βρίσκονται αφενός στις δυσκολίες για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και αφετέρου στη διευρυνόμενη τα τελευταία χρόνια ανισότητα μεταξύ των εισοδηματικών ομάδων και κυρίως μεταξύ της συμμετοχής στην προστιθέμενη αξία των επιχειρηματικών προσόδων (κέρδη) που αυξήθηκαν κατά 4,4%, ενώ το μερίδιο των μισθών μειώθηκε αντίστοιχα κατά 4,4%. Σκεπτικισμός επίσης διαπιστώνεται και για τις  δυνητικές επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρηματιών, οι οποίοι πρέπει να λάβουν υπόψη τους μια αγορά όπου τα νοικοκυριά σε ένα σημαντικό ποσοστό (άνω του 40%) δυσκολεύεται να καλύψει τις ανάγκες του μετά από τις πρώτες 20 μέρες του μήνα.

Τρίτον, η συντήρηση του χρεοκοπημένου παραγωγικού μοντέλου της χώρας και η λανθασμένη χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ και των λοιπών διαρθρωτικών ταμείων. Μετά την απόφαση για τη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ως αντίδραση για τις καταστροφικές συνέπειες της πανδημίας των κλειστών επιχειρήσεων και του κατ’ οίκον εγκλεισμού  των ευρωπαίων πολιτών, η χώρα μας βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να διαθέτει σημαντικά κεφάλια, ικανά όχι μόνο να τονώσουν την οικονομία, αλλά και να χρηματοδοτήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και επιλογές που θα στόχευαν, όχι μόνο στην απορρόφηση των κονδυλίων αλλά και κυρίως θα διευκόλυναν την πολυπόθητη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Αν στα 36 δις Ευρώ του ΤΑΑ προσθέσουμε και τα 25 δις του τρέχοντος ΕΣΠΑ καθώς και μια σειρά από πόρους των διαρθρωτικών ταμείων και τις μοχλεύσεις των τραπεζικών δανείων, αθροίζεται ένα τεράστιο ποσό, το οποίο σε μεγάλο βαθμό θα κάλυπτε το επενδυτικό κενό της χώρας. Αμφιβολίες υπάρχουν όμως δυστυχώς όχι μόνο για την αξιοποίηση των κεφαλαίων αλλά ακόμη και για την έγκαιρη απορρόφησή τους (βλ. Παρατηρήσεις Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος 30/5/2024). Είναι γνωστό εξάλλου, ότι το παραγωγικό και κοινωνικό αποτύπωμα εξαρτάται από τη στοχευμένη αξιοποίησή τους κυρίως στον παραγωγικό τομέα της  οικονομίας. Παρά δε το γεγονός ότι διανύουμε το τελευταίο 1/3 του χρόνου που απομένει μέχρι το τέλος της εφαρμογής του, οι διαπιστώσεις δεν είναι ικανοποιητικές. Οι πραγματικές πληρωμές προς τους επωφελούμενους με στοιχεία της κεντρικής μας τράπεζας ανέρχονται μόλις στο 14% του συνόλου των διαθέσιμων πόρων. Έτσι εξηγείται και η υστέρηση των επενδύσεων και η αποκαρδιωτική συμμετοχή τους στο ΑΕΠ μόλις κατά 14%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη των 27 είναι 23%, που και αυτό είναι ανεπαρκές, αφού ο Μάριο Ντράγκι στην έκθεσή του για το μέλλον της Ευρώπης αναφέρεται στην ανάγκη αύξησής τους κατά 5% ακόμη, ώστε να καλυφθεί η τεχνολογική και αμυντική υστέρηση.

Ενδεικτικές επίσης της αστοχίας των επενδυτικών επιλογών είναι και οι εγκρίσεις που ανακοινώθηκαν πρόσφατα για το πρώτο πακέτο που εντάσσεται στο πρόγραμμα του νέου επενδυτικού νόμου, δύο χρόνια μετά την ψήφισή του από τη Βουλή. Τα 2/3 των προτάσεων αφορούν σε επενδύσεις στον τουριστικό τομέα, κάτι που εξόφθαλμα παραπέμπει στη συντήρηση του παραγωγικού μοντέλου και όχι σε άλμα προόδου μέσω παραγωγικών επενδύσεων στον μεταποιητικό και κυρίως στον τεχνολογικό τομέα με εξωστρεφή στόχευση.

Συμπερασματικά, σε ότι αφορά την αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, είναι ανάγκη να προχωρήσουμε σε αναθεώρηση του Σχεδίου Ανάκαμψης, ενισχύοντας παρεμβάσεις που θα μας οδηγήσουν στο νέο επιθυμητό μοντέλο μακρόχρονης ανάπτυξης της χώρας. Αποτελεί αδιέξοδη οικονομική πολιτική η συνέχιση ενίσχυσης της εν πολλοίς κορεσμένης «εθνικής βιομηχανίας» του τουριστικού τομέα, η διάθεση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για ανάπλαση πλατειών, πεζοδρόμησης πόλεων και χωριών, η αναστύλωση μοναστηριών και τζαμιών και άλλων κατά τα άλλα χρήσιμων έργων, που όμως δεν ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που βελτιώνουν την παραγωγικότητα της οικονομίας και ενισχύουν την αειφόρο ανάπτυξη.

Ταυτόχρονα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες προκλήσεις και τις συνέπειές τους, όπως την κλιματική αλλαγή, την ψηφιακή μετάβαση, τις γεωπολιτικές μεταβολές αλλά και κυρίως την κοινωνική πόλωση, με αφορμή τη διογκούμενη εισοδηματική ανισότητα. Απαιτείται γι’ αυτό επαναστατική αλλαγή του τρόπου σκέψης και δράσης ώστε να αποκατασταθεί η χαμένη αξιοπιστία πολιτικής και κράτους. Να αισθάνεται ο πολίτης, ότι συμμετέχει σε μια προσπάθεια, μέσα σε μια κοινωνία αλληλεγγύης, όπου οι θυσίες θα πρέπει να ακολουθούνται από μια δίκαιη κατανομή των αποτελεσμάτων.  Τότε και η απαισιοδοξία στην οποία η κοινωνία μας είναι βυθισμένη σήμερα, θα αφήσει τη θέση της στην ευγενή διάθεση για προσφορά σε μια προσπάθεια για ανάταξη της χώρας και τη διασφάλιση της ευημερίας του συνόλου. Μόνο κοινωνίες που ενστερνίζονται με πάθος αυτές τις αξίες έχουν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν σε ριζικές αλλαγές της οικονομίας που απαιτούνται για μια αξιοπρεπή παρουσία στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Σε αντίθετη περίπτωση πολύ σύντομα, αντί να γευόμαστε τα αγαθά της αλλαγής, θα μιλούμε για μια ακόμη χαμένη ευκαιρία, βυθισμένοι στην υπανάπτυξη.

*Ο Χαράλαμπος Γκότσης, είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς