Πρώτα, τις 13 Μαρτίου 2022, είχαμε την επίσκεψη Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη, και το γεύμα με τον Ερντογάν, μετά το οποίο ο Έλληνας πρωθυπουργός, στον διάλογο που είχε με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Βαρθολομαίο, στο Σισμανόγλειο Μέγαρο, μεταξύ άλλων δήλωνε: «…Πιστεύω ότι βάλαμε τα θεμέλια για τη βελτίωση των σχέσεών μας και κυρίως για να συνεργαστούμε στα μεγάλα ζητήματα, τα οποία αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουμε τεράστιες προκλήσεις».
Τον Δεκέμβρη του 2022, λίγα εικοσιτετράωρα μετά τις απειλές Ερντογάν ότι θα στείλει τους πυραύλους Ταϊφούν στην Αθήνα, ακολούθησε μια σημαντική συνάντηση «εξειδίκευσης». Ήταν τότε που, έπειτα από πρωτοβουλία της Γερμανίας και παρότρυνση των ΗΠΑ, δύο στενοί συνεργάτες των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν, συναντιούνταν στις Βρεξέλλες, παρουσία του διπλωματικού συμβούλου του καγκελαρίου Σολτς. Η συνάντηση της Άννας-Μαρίας Μπούρα, τότε διευθύντριας του Διπλωματικού Γραφείου του Έλληνα Πρωθυπουργού, με τον Ιμπραχίμ Καλίν, τότε εξ απορρήτων του Τούρκου προέδρου και νυν διοικητή της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών (ΜΙΤ), έγινε υπό απόλυτη μυστικότητα, στα γραφεία της γερμανικής αντιπροσωπείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρουσία του Γενς Πλέτνερ, διπλωματικού συμβούλου του Γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σολτς και πρώην πρεσβευτής της Γερμανίας στην Αθήνα.
Εκεί, στις Βρυξέλλες, μπήκαν οι «ράγες» πάνω στις οποίες άρχισε να κινείται το «τρένο» της λεγόμενης ελληνοτουρκικής προσέγγισης, το οποίο αύξησε ταχύτητα μετά τον σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου του 2023, που προκάλεσε τον θάνατο σχεδόν 60.000 κατοίκων της Τουρκίας.
Έτσι, με βάση τη δοκιμασμένη συνταγή του σεισμού του Αυγούστου του 1999, μετά τον οποίον και πάλι οι «ενορχηστρωτές» κανόνισαν και τότε μια «ελληνοτουρκική προσέγγιση», φθάσαμε στον Δεκέμβρη του 2023, τότε που υπογράφηκε μεταξύ Μητσοτάκη-Ερντογάν το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας. Θα μου πείτε μπορεί να υπάρχει φιλία και συνεργασία με το μαχαίρι της μιας πλευράς στο λαιμό της άλλης, όπως είναι η ενεργός απειλή πολέμου της Τουρκίας κατά της Ελλάδας, είναι και παραείναι, αν το θέλουν οι «ενορχηστρωτές» και αν σημαντικό μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας έχει συνηθίσει να «αμύνεται περί πάρτης».
Για την συνεχιζόμενη «ελληνοτουρκική προσέγγιση» έχουν ακουστεί και ειπωθεί πολλά, όμως τα επίσημα χείλη που χειρίζονται την υπόθεση στην Ελλάδα παραμένουν ερμητικά κλειστά. Χωρίς να υιοθετούμε αυτά που λέει ένας Τούρκος δημοσιογράφος, που συμμετείχε σε ελληνοτουρκικό φόρουμ που έγινε στην Αθήνα, στη διάρκεια του οποίου ο ίδιος γράφει ότι συνομίλησε με τον υπουργό και υφυπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, εννοώντας προφανώς τον κ. Γεραπετρίτη και την κα Παπαδοπούλου, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε σε μετάφραση το άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καράρ», έτσι, για να το έχουμε στα υπ’ όψιν.
Ακολουθεί το άρθρο του Mensur Akgün, ο οποίος για να συμμετέχει στο φόρουμ, προφανώς απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του Ερντογάν. Οι υπογραμμίσεις έγιναν από εμάς:
Εντυπώσεις από την Αθήνα
Mensur Akgün
Η Ελλάδα υπήρξε ο πιο προβληματικός γείτονας της Τουρκίας σε όλη την ιστορία της. Όποτε είχε την ευκαιρία, επεξέτεινε τα χερσαία σύνορά του και διεκδίκησε δικαιώματα πάνω στις θάλασσες. Συμμετείχε στην απόπειρα κατοχής της Ανατολίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έκανε μεγάλες προσπάθειες για την προσάρτηση της Κύπρου. Μέχρι πρόσφατα διατηρούσε την εξαιρετική της θέση στην αντίληψη της τουρκικής απειλής.
Υπήρξαν σοβαρές κρίσεις στις διμερείς σχέσεις, άλλοτε λόγω μικρών βράχων στη θάλασσα και άλλοτε λόγω εύκολα επιλύσιμων προβλημάτων. Επιβλήθηκαν αμοιβαίες κυρώσεις και οι δύο χώρες προσπάθησαν να θέσουν υπό ομηρία τους πολίτες τους από διαφορετική εθνοτική καταγωγή. Τα προβλήματα που σχετίζονται με την περιουσία και τα εμπόδια στη θρησκευτική λατρεία εξαλείφθηκαν. Ο Τύπος και η πολιτική πάντα αγαπούσαν να βγάζουν χρήματα και κέρδη από αυτά τα προβλήματα.
Ακόμη χειρότερα, μια ανθρωπιστική καταστροφή σημειώθηκε στις 6-7 Σεπτεμβρίου. Αλλά ευτυχώς, οι σχέσεις έχουν επανέλθει σε καλό δρόμο τώρα. Καταβάλλονται προσπάθειες για την επίλυση προβλημάτων μέσω διαπραγματεύσεων και τη διαχείριση αυτών που δεν μπορούν να επιλυθούν. Γίνονται συναντήσεις και επισκέψεις. Οι άμεσες επαφές είναι επίσης σημαντικές για να αποτραπεί η πρόκληση ανεπιθύμητων εντάσεων από τους στρατιωτικούς.
Η εντύπωση που αποκόμισα από τις συναντήσεις που είχαμε χωριστά στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα, πρώτα με τον Πρέσβη μας Çağatay Erciyes και μετά με τους δικούς μας συνομιλητές, ιδιαίτερα τον υπουργό Εξωτερικών και τον υφυπουργό, στο πλαίσιο του Τουρκοελληνικού Φόρουμ, είναι ότι η ελληνική πλευρά αντιμετωπίζει σοβαρά τη νέα διαδικασία που ξεκίνησε από τις πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού Μητσοτάκη και του Προέδρου Ερντογάν.
Δίνουν σημασία στην επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Φιντάν στην Αθήνα, που θα πραγματοποιηθεί στις 8 Νοεμβρίου, αλλά δεν περιμένουν θαύματα. Πράγματι, η απογραφή των προβλημάτων είναι εξαιρετικά περίπλοκη και οι αμοιβαίες ευαισθησίες καθιστούν δύσκολο τον διαχωρισμό αυτής της πολυπλοκότητας και την επίτευξη λύσης. Ωστόσο, αν και όχι άμεσα, η εντύπωση που αποκόμισα κατατείνει στο ότι είναι δυνατόν οι δύο πλευρές να συναντηθούν σε κοινό έδαφος όσον αφορά το Αιγαίο.
Διότι παρόλο που δεν έχουν (επισήμως) εγκαταλείψει την επιμονή τους σε ένα πρόβλημα-μία λύση, σε περίπτωση που συμφωνηθεί η παραπομπή του θέματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, στο συνυποσχετικό που θα υπογράψουν οι δύο χώρες, θα πρέπει να οριστικοποιηθεί κατά κάποιο τρόπο ποιο θα είναι το εύρος των χωρικών υδάτων. Η εντύπωση που αποκόμισα είναι ότι και αυτοί (οι Έλληνες συνομιλητές του) το γνωρίζουν αυτό.
Αλλά πιθανότατα θα περιμένουν από την Τουρκία να αναγνωρίσει το δικαίωμα της Ελλάδας να καθορίσει μονομερώς τα χωρικά ύδατα και να αποσύρει τη δήλωση του 1995 για τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας, γνωστή ως απόφαση Casus Belli. Πιθανότατα εμείς δεν θα θελήσουμε να αποσύρουμε αυτήν την απόφαση, η οποία πρακτικά δεν έχει ιδιαίτερο νόημα, λόγω των αντιδράσεων που μπορεί να προκαλέσει στο εσωτερικό της χώρας.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι μπορεί να επιτευχθεί συμβιβασμός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις και υπάρχει η πολιτική βούληση. Πιστεύω ότι οι συνθήκες είναι κατάλληλες για να έρθουν οι δύο χώρες πιο κοντά και η Ελλάδα να εγκαταλείψει τις μαξιμαλιστικές της απαιτήσεις. Ωστόσο, θεωρώ ότι θα ήταν καλύτερο να προχωρήσουμε βήμα προς βήμα και να δώσουμε προτεραιότητα στα στρατιωτικά και πολιτικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Προφανώς, οι αμοιβαίες επισκέψεις, το αυξημένο εμπόριο και οι επενδύσεις και η επιβολή ημι-σιωπηρών μορατόριουμ θα επιτρέψουν τη διαδικασία να προχωρήσει πιο εύκολα, και ακόμη και αν τα προβλήματα δεν μπορούν να επιλυθούν, θα είναι δυνατή η διαχείρισή τους για λίγο ακόμη. Ίσως η Ελλάδα συμφωνήσει να αναπτυχθούν κοινές πρωτοβουλίες σε ορισμένους τομείς που δεν συνεπάγονται άμεση κυριαρχία, όπως μια αποκλειστική οικονομική ζώνη που διεκδικούν και τα δύο μέρη.
Η ευκαιρία μας αυτή τη φορά είναι οι δύο πλευρές να κατανοήσουν η μία την άλλη και έστω και λίγο να εμπιστευτούν η μία την άλλη. Επίσης, τα προβλήματα στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή δημιουργούν έδαφος για να έρθουν τα δύο μέρη πιο κοντά. Σημειωτέον επίσης ότι οι υπουργοί Εξωτερικών μοιάζουν μεταξύ τους από πολλές απόψεις. Είναι επίσης σημαντικό να μοιραστούμε τη θετική ατζέντα και την πεποίθηση ότι το ποδήλατο πρέπει πάντα να πατάει το πεντάλ για να μην πέσει.
Κατά τη γνώμη μου, η Ελλάδα έχει αφαιρέσει την παράμετρο Κύπρος από τον κατάλογο των διμερών σχέσεών της με την Τουρκία. Αναμφίβολα, οποιαδήποτε πρόοδος στο Κυπριακό έχει τη δυνατότητα να συμβάλει θετικά στις σχέσεις. Όμως η ελληνική πλευρά δεν σκοπεύει πλέον να εξαρτά το μέλλον των σχέσεων με την Κύπρο. Προφανώς και αυτοί, όπως και εμείς, επιθυμούν να διαχωρίσουν τα δύο θέματα όσο το δυνατόν.