Θέλουμε – δεν θέλουμε, το ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας βρίσκεται πλέον έξω από την πόρτα μας. Το κεντρικό ερώτημα της μακροπρόθεσμης ενεργειακής επάρκειας και αυτάρκειας παραμένει για την Ευρώπη, οπότε ως χώρα καλούμαστε να πάρουμε θέση υπέρ ή κατά των πυρηνικών καυσίμων.
Σήμερα προφανώς και είναι δύσκολο να επιλέξουμε τη βέλτιστη λύση. Θέματα τεχνολογικά, όπως και οικονομικά, αλλά κυρίως τα θέματα ασφάλειας είναι αυτά που μας κρατούν μακριά από την πυρηνική ενέργεια. Η κοινή γνώμη ανησυχεί βαθύτατα για το τι θα μπορούσε να συμβεί στη χώρα, σε περίπτωση ενός πυρηνικού ατυχήματος. Γνωρίζοντας, μάλιστα, οι πολίτες τις δομικές αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού, την επιρρέπεια που παρουσιάζει στον αποσυντονισμό, το χαμηλό εκπαιδευτικό – παραγωγικό – τεχνολογικό επίπεδο των δημοσίων υπαλλήλων, την ανευθυνοϋπεύθυνη κουλτούρα τους, είναι λογικό και επόμενο να απεύχονται μια απόφαση της πολιτείας η χώρα να επενδύσει στην πυρηνική ενέργεια.
Ωστόσο, καλό είναι να μην αφορίσουμε την πυρηνική τεχνολογία προτού τη διερευνήσουμε, προτού τη μελετήσουμε σε βάθος και κυρίως προτού αξιολογήσουμε τη βασικότερη ίσως παράμετρο, αυτή της ασφάλειας, διότι, όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί, σήμερα η τεχνολογία απαντά με σαφώς αποτελεσματικότερους όρους στην αποτροπή ενός πυρηνικού ατυχήματος.
Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να διερευνήσουμε το πεδίο, να καταγράψουμε τις τεχνολογικές εξελίξεις, να μελετήσουμε όλες τις εναλλακτικές, να σταθμίσουμε την παράμετρο της ενεργειακής επάρκειας και συν τω χρόνω να λάβουμε τις αποφάσεις μας. Εξάλλου, τα πυρηνικά δεν γνωρίζουν σύνορα. Όσο κι αν θέλουμε να «ξορκίσουμε» το κακό αποστρεφόμενοι την εναλλακτική των πυρηνικών, ένα ατύχημα στη Βουλγαρία ή στην Τουρκία, όπου σήμερα λειτουργούν πυρηνικές μονάδες, είναι βέβαιο ότι θα έχει ολέθριες συνέπειες και στην Ελλάδα. Ας σκεφθούμε λοιπόν πιο ψύχραιμα, χωρίς παρωπίδες, προκαταλήψεις, τετελεσμένα, και είναι βέβαιο ότι όποια απόφαση κι αν λάβουμε θα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.