84 χρόνια πέρασαν από τότε που ο Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά το τελεσίγραφο του Μουσολίνι για να λάβει την απάντηση στη γλώσσα της διπλωματίας της εποχής: «Alors c’ est la guerre» (Έχουμε, λοιπόν, πόλεμο). Ήταν το «όχι» των Ελλήνων στον φασισμό και τον ναζισμό, το οποίο και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο συνολικά στην εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το «όχι» και η αντίσταση του ελληνικού λαού στα ιταλικά στρατεύματα και αργότερα στην γερμανική κατοχή είναι μία διαρκής υπενθύμιση θάρρους, θυσίας και προσήλωσης σε αρχές, που δεν λυγίζουν μπροστά σε απειλές.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος άφησε πίσω του στην Ελλάδα περίπου 800.000 νεκρούς – στα πεδία των μαχών, στις ναζιστικές εκκαθαρίσεις πληθυσμών και μέσα από τις κακουχίες και τον λιμό. Και άφησε συνολικά στην ανθρωπότητα δύο εξίσου σημαντικά (ακόμη και εάν φαινομενικά είναι αντικρουόμενα) μηνύματα για όλους μας, όπως έχει πει και ο ιστορικός του Στάνφορντ, Τζέιμς Σίχαν.
Το πρώτο είναι πως οι δημοκρατίες πρέπει να είναι προετοιμασμένες να πουν το «όχι», να αντισταθούν στην εισβολή στο έδαφός τους και την «επιδρομή» κατά των αξιών τους. Το δεύτερο είναι ότι ο κόσμος πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγει έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σήμερα δύο πόλεμοι συμβατικοί, αδυσώπητοι, αιματηροί, με τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και όχι μόνο, είναι σε εξέλιξη πολύ κοντά μας και η απειλή μίας ολοκληρωτικής, περιφερειακής ή και παγκόσμιας σύρραξης είναι πιο έντονη από ποτέ στις τελευταίες 8 δεκαετίες. Αλλά κανείς δεν μπορεί να πει πια ότι δεν γνωρίζει το μέγεθος της καταστροφής και του πόνου που μία τέτοια εξέλιξη θα έφερνε.
Το ότι οι δύο μεγάλες πολεμικές συρράξεις (σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή) βρίσκονται στην αυλή μας και όχι μέσα στο σπίτι μας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να εφησυχάζουμε, να θεωρούμε την ειρήνη δεδομένη. Δεν υπάρχει φόρμουλα, οργανισμός ή κάποια δύναμη στον κόσμο που μπορεί μόνος να κρατήσει τη φρίκη του πολέμου μακριά. Πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι για τα μεγάλα «όχι».