Ένας από τους βασικούς λόγους που κάνει, στην πλειονότητα τους, τους κυβερνώντες στη Δύση να δυσκολεύονται, όταν δεν αδυνατούν πλήρως, να μπουν στην θέση του καθημερινού πολίτη, είναι γιατί εμφορούνται από την ιδεολογία της αριστείας. Μιας ιδεολογίας της οποίας τα αξιώματα σπανίως τίθενται σε δημόσια συζήτηση.
Ο σημερινός εορτασμός της αριστείας εκφράζει την θεώρηση της ιστορίας των νικητών, σύμφωνα με την οποία η ανθρωπότητα θα είχε ακινητοποιηθεί στη μετριότητα αν δεν δημιουργούσε τους όρους ρήξης με τη ρουτίνα, την παράδοση και την προκατάληψη.
Το ζήτημα του καλού αντικαθίσταται από αυτό του καλύτερου του οποίου η αρχή είναι απλή: όποιος θέλει το καλό, κάνει το καλύτερο. Υπό αυτή την οπτική οφείλουμε να δρούμε με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνουμε ό,τι κάνουμε καλύτερα απ’ τους άλλους, να κάνουμε αυτό που θέλουμε και να θέλουμε αυτό που προτιμούμε υπό τον όρο να είμαστε «οι καλύτεροι» σ’ αυτό που κάνουμε, να είμαστε επαγγελματίες, μετρ του είδους, όχι ντιλετάντες, ιδεολόγοι ή, ακόμα χειρότερα, ποιητές.
Έτσι, στον σημερινό κόσμο του πολυθεϊσμού των αξιών μέσα στον οποίο πρέπει να τρέχουμε γρήγορα, όσο μπορούμε πιο γρήγορα, και όλο πιο γρήγορα, η ελίτ είναι πλουραλιστική, άριστοι υπάρχουν παντού, από την οικονομία μέχρι τη μουσική. Το διακύβευμα του παιχνιδιού της ζωής, η οποία αποτελεί προϊόν μιας σειράς μορφών φυσικής επιλογής, δεν είναι άλλο από την αριστεία, από το να γινόμαστε συνεχώς καλύτεροι μέσα στις διάφορες κατανομές που οργανώνουν τις αγορές της συλλογικής ζωής μας χωρίς να αναρωτιόμαστε εάν λειτουργούν προς όφελος της ευδαιμονίας του ανθρώπινου είδους. Με άλλα λόγια, η απουσία περιεχομένου της αξίας της αριστείας είναι το πραγματικό της περιεχόμενο.
Σε μια εποχή, λοιπόν, όπου ο καλύτερος είναι αυτός που κερδίζει δεδομένου ότι αυτός που κερδίζει είναι ο καλύτερος, το κριτήριο της επιτυχίας επικυριαρχεί επάνω σε όλα τα άλλα κριτήρια. Τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με το ύφος και τον τρόπος επιτυχίας και τα οποία αποτελούσαν παλαιότερα αντικείμενα συλλογικών συζητήσεων, φαντάζουν σήμερα αστεία.
Έτσι, η λατρεία της αριστείας τείνει να φυσικοποιεί το σύμπαν του οικονομικού ανταγωνισμού, από τη μία μεριά, αποκρύπτοντας τα κοινωνικά προαπαιτούμενα της «επιτυχημένης» ύπαρξης και του τρόπου λειτουργίας αυτού του σύμπαντος που την αναγνωρίζει, και, από την άλλη μεριά, παρέχοντας, μέσα από μια εξελιξιοκοκρατικη προοπτική, μία καθολική αξία στην έννοια της αριστείας.
Στο εξής, οι καλύτεροι εκπροσωπούν την ευτυχία και οφείλουν να είναι ευτυχείς καθώς έγιναν αυτό που ορίζει η ίδια η ουσία του είναι· δεν έχουν καθόλου να σκεφτούν γιατί πέτυχαν, το μόνο που οφείλουν είναι να φροντίσουν να διατηρηθούν ανταγωνιστικοί προκειμένου να βελτιώνουν συνεχώς την φήμη τους ως άριστοι, ως βιρτουόζοι των κοινωνικών παιχνιδιών.
Όσο για τους άλλους, για τους αποτυχημένους, για αυτούς που δεν (προ)φτάσανε, υπεύθυνοι και ένοχοι που δεν μπόρεσαν να βρουν κι αυτοί μια θέση στο ιερατείο των αρίστων δεν τους μένει τίποτα άλλο από το να αναγνωρίσουν την αναπόφευκτη μοίρα του ηττημένου, η οποία δεν είναι άλλη από το να αναγνωρίσουν και να θαυμάσουν τους άριστους, τους πρώτους, τους «Μεγάλους», αυτούς που περνάνε μπροστά, που τους βλέπουν όλοι παντού και κυρίως στα ΜΜΕ, όπου δίνουν κάθε μέρα συνεντεύξεις, αυτούς που ενσαρκώνουν την αρμονία μεταξύ επιτυχίας, αριστείας και ευτυχίας μέσα σε έναν κόσμο ο οποίος έπαψε από καιρό, να προσφέρει «έμπνευση και δημιουργικότητα».
Αυτά είναι, σε αδρές γραμμές τα αξιώματα της ρητορικής της αριστείας, η νομιμοποίηση της οποίας δεν μπορεί να αναπαραχθεί αν δεν συνεχίζεται ασταμάτητα η κούρσα της επιτυχίας που την θεμελιώνει. Και η νομιμοποίηση θα αναπαράγεται μέχρι την ημέρα όπου θα μπορέσουμε να σταματήσουμε για λίγο, να ξεκουραστούμε να αναρωτηθούμε εάν όλη αυτή κούρσα είναι ένα όνειρο και αν αυτό το όνειρο άξιζε τόσο μεγάλο πόνο.
*Καθ. Κοινωνιολογίας, ΕΚΠΑ