Προ 15 ημερών η πρόεδρος του Ινστιτούτου Χάραξης Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Bocconi, Catherine De Vries, έγραφε στους Financial Times ότι περνάμε από τη δημοκρατία (democracy) στη συναισθηματοκρατία (emocracy).
Πού το στηρίζει; «Οι πολιτικές συζητήσεις καθοδηγούνται όλο και περισσότερο από τα συναισθήματα παρά από τα στοιχεία και τα επιχειρήματα». Κάτι παραπάνω; «Οι πολιτικοί επιχειρηματίες -σκεφτείτε τον Ντόναλντ Τραμπ ή τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, “πατέρα” της emocracy- […] το ύφος τους τροφοδοτείται από συναισθηματικές επικλήσεις […] και από την επιστράτευση αρνητικών συναισθημάτων εναντίον των ανταγωνιστών τους».
Καλά, η πολιτική, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο κι από την πλευρά της προσφοράς, δεν είναι κατ’ εξοχήν ορθολογική. Μπορεί κανείς να αισθάνεται πάθος ή αφοσίωση στην ιδεολογία του, θυμό απέναντι στο πολιτικό σύστημα, απογοήτευση, φόβο και άγχος, λόγω της οικονομικής/κοινωνικής κατάστασης, ή ελπίδα, λόγω της εμφάνισης ενός χαρισματικού προσώπου (π.χ., Ομπάμα το 2008, ο οποίος με το συναίσθημα κινητοποίησε ομάδες του πληθυσμού, που δεν είχαν συμμετοχή στα δρώμενα).
Αναλόγως του ιστορικού πλαισίου, αλλά και του αντικειμένου επί του οποίου τα συναισθήματα διοχετεύονται, ορισμένα απ’ αυτά φέρουν την απαραίτητη για την αλλαγή κινητοποιητική ισχύ. Αυτό τι είναι; Καλός συναισθηματικός λαϊκισμός;
Ερώτημα ανοικτό, όσο η μεταβολή κατοικεί στο θεωρητικό.
Τα συναισθήματα αποτελούσαν πάντοτε ζωτικό μέρος της πολιτικής. Δεν έχουν γίνει οι πολίτες τόσο συναισθηματικοί, στρέφοντας την πλάτη στη λογική. Το πρόβλημα δεν είναι οι αισθηματίες, που μας μπλέκουν σε παλιο-ιστορίες.
Το πρόβλημα δεν είναι ούτε οι Τραμπ, που δεν χρησιμοποιούν αναλύσεις και δεν πατάνε σε στοιχεία, αλλά οδηγούνται από «το χέρι του Θεού» και λένε ό,τι τους έρθει στον νου.
Υπάρχει θέμα κενού και τα αέρια καταλαμβάνουν όσο χώρο βρουν. «Δώστε στους πολίτες ένα σχέδιο με το οποίο να μπορούν να ταυτιστούν. Αυτό που νικά τον λαϊκισμό είναι το περιεχόμενο»