Skip to main content

Βιασμός της γλώσσας. Ένα κακούργημα διαρκείας

Ως Έλληνες έχουμε την ευτυχία να διαθέτουμε μία πλουσιότατη και ευρηματικότατη στη δομή και σύνθεσή της γλώσσα. Οι πρόγονοί μας βρήκαν λέξεις για τις πλέον λεπτές νοηματικές αποχρώσεις

Πλήθος τα δημοσιεύματα για την κακοποίηση, τον εκβαρβαρισμό της γλώσσας μας, αλλά οι βιαστές της ουδόλως πτοούνται. Ακάθεκτοι συνεχίζουν την κακοποίησή της, κυβερνώντες, αυτοδιοικούντες, δημοσιογράφοι, τηλεπαρουσιαστές, ραδιοφωνικοί παραγωγοί, καταστηματάρχες και πολλοί άλλοι.

Ας ανατρέξουμε στα περίφημα ξενόγλωσσα «pass» της κυβέρνησης, στις ονομασίες εκδηλώσεων Δήμων (Bazar, Christmas fest κ.ά.), στους τίτλους τηλεοπτικών-ραδιοφωνικών εκπομπών, εφημερίδων, κυρίως περιοδικών, στις επιγραφές καταστημάτων (να θυμίσω ότι νόμος απαγορεύει τις ξενόγλωσσες επιγραφές) και σε τόσα άλλα.

Η γλώσσα υφίσταται κακοποίηση κυρίως από δημοσιογράφους. Το φαινόμενο της κακοποίησης της γλώσσας ήταν μικρότερο όταν ο κόσμος διάβαζε πρωτίστως εφημερίδες, διότι τότε οι δημοσιογράφοι ήταν λιγότεροι και τα κριτήρια επιλογής τους αυστηρά. Τώρα το κακό διογκώθηκε, ίσως διότι όσο πιο αμόρφωτος είναι ένας δημοσιογράφος, τόσο πιο υποταγμένος είναι στον εργοδότη του, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την χειραγώγηση του κόσμου. Και το …κακούργημα συνεχίζεται στα δεκάδες ενημερωτικά ιστολόγια που διακρίνονται για τη βαναυσότητά τους στην κατακρεούργηση της γλώσσας μας.

Φτάσαμε να ακούμε «η λεωφόρο Αλεξάνδρας», «η έξοδο προς Χαλάνδρι», «εκκενώθηκαν οι κάτοικοι», «ας κάνουμε time out», «πάμε σε brake». Στους δε τίτλους των ειδήσεων, δεν έχουμε πλέον ως τίτλο την την ουσία της είδησης, αλλά γρίφους όπως «Τι είπε ο Μητσοτάκης», «Πότε θα βρέξει», «Πότε γυρίζουν τα ρολόγια μία ώρα πίσω» κοκ. Και ο κατήφορος συνεχίζεται ανεμπόδιστα.

Η γλώσσα, διαμορφώνεται, δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό από τους δημοσιογράφους ραδιοφώνου και τηλοψίας. Αυτοί, απευθύνουν τον λόγο σε ένα ευρύτατο κοινό, το οποίο επηρεάζουν με δεδομένη την ισχύ, κυρίως του τηλεοπτικού μηνύματος. Προ λίγων μόλις δεκαετιών, για να γίνεις δημοσιογράφος έπρεπε να έχεις ουσιαστικά προσόντα, γνώση της γλώσσας και να τηρείς στοιχειώδεις κανόνες δεοντολογίας, άλλως, το επάγγελμα σε απέβαλλε. Σήμερα;

Αξίζει να αναφερθεί, πως δεκάδες σημαντικοί άνθρωποι των Γραμμάτων μας υπήρξαν δημοσιογράφοι ή συνεργάστηκαν με εφημερίδες όπως οι Εμμ. Ροΐδης, Ι. Κονδυλάκης (πρώτος πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών), Γρ. Ξενόπουλος, Ζ. Παπαντωνίου, Δ. Χατζόπουλος, Π. Νιρβάνας, Αν. Καρκαβίτσας,  Τιμ. Μωραϊτίνης, Μ. Μητσάκης, Κ. Παλαμάς, Αλ. Μωραϊτίδης, Γρηγ. Ξενόπουλος, Τέλλος Άγρας, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Πέτρος Χάρης, Στρατής Μυριβήλης, Κ. Βάρναλης, Γ. Δροσίνης, Μιλτ. Μαλακάσης, Κ. Ουράνης,  Σωτ. Σκίπης, Ρώμος Φιλύρας, Τ. Λειβαδίτης, Γιάννης Μανιατάκος, κ.ά. Και σήμερα -ευτυχώς- πολλοί δημοσιογράφοι διακρίνονται για την υψηλή ποιότητα των λογοτεχνικών τους έργων, όπως: Κατερίνα Δασκαλάκη, Γιώργος Λεονάρδος, Μιχάλης Φακίνος, Γιάννης Σπανδωνής και αρκετοί άλλοι, αλλά αποτελούν εξαιρέσεις στον κανόνα.

Ως Έλληνες έχουμε την ευτυχία να διαθέτουμε μία πλουσιότατη και ευρηματικότατη στη δομή και σύνθεσή της γλώσσα. Οι πρόγονοί μας βρήκαν λέξεις για τις πλέον λεπτές νοηματικές αποχρώσεις. Ευτυχείς ως λαός που έχει αυτό το προνόμιο, του οποίου τις διαστάσεις, δεν έχουμε πλήρως κατανοήσει. Διότι οι λέξεις δεν είναι απλώς εργαλείο επικοινωνίας, συνθέτουν τη γλώσσα το ακριβό εργαλείο της σκέψης. Ο λόγος είναι κάτι πολύ πιο βαθύ, φέρει βιώματα, ζωή, οικοδομεί τη σκέψη και τα ανοίγματά του νου. Άυλος ο λόγος, αλλά μπορεί να μας ταράξει, να συγκινήσει, να κεντρίσει γόνιμους συλλογισμούς, να οξύνει την κριτική μας σκέψη. Η γλώσσα, η χρήση της, ο πλούτος της, είναι στοιχεία άμεσα συνδεδεμένα με τη σκέψη, τη δομή, το άνοιγμά της. Πώς να πείσει κάποιος τους νέους μας, που επιμένουν να φτωχαίνουν το λεξιλόγιό τους, ότι μικραίνουν έτσι τον ορίζοντα της σκέψης τους;

Αναρωτιέμαι, πώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν κριτήρια ώστε να αποκλειστούν από το επάγγελμα δημοσιογράφοι και παρουσιαστές ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, οι οποίοι κακοποιούν την υπέροχη γλώσσα μας. Αν λειτουργούσε πραγματικά το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, θα είχαμε τόσες παρεκτροπές της δεοντολογίας; Θα προβάλλονταν εκπομπές που υποτιμούν τη νοημοσύνη των τηλεθεατών; Θα ανεχόμαστε τους δεκάδες «ανύπαρκτους» καλεσμένους που επιζητούν τη δημοσιότητα λίγων δευτερολέπτων;

Ίσως, εύλογο το ερώτημα: Αν ο βιασμός της γλώσσας εκλαμβανόταν (όπως και είναι) ως κακούργημα, πόσοι θα βρίσκονταν στη φυλακή;