Η αυριανή σύνοδος κορυφής στις Βρυξέλλες παραπέμπει σε ένα ακόμη ραντεβού της Ευρώπης με τα χρόνια αδιέξοδά της. Μόνον που πλέον αυτά τα αδιέξοδα δείχνουν πιο πιεστικά από ποτέ άλλοτε, φέρνοντας το ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε σημείο υπαρξιακής καμπής.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μένει ουραγός της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, η εξαγωγική της μηχανή παραμένει βαθιά εξαρτημένη από την Κίνα παρά τις εμπορικές κόντρες με το Πεκίνο, η γερμανική οικονομία συρρικνώνεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά και οι, πάλαι ποτέ, κραταιές αυτοκινητοβιομηχανίες της βάζουν, για πρώτη φορά στα χρονικά, λουκέτο στα εντός συνόρων εργοστάσιά τους.
Ακόμη χειρότερα, οι ίδιοι οι ηγέτες της Ε.Ε. δείχνουν να χάνουν την πίστη τους στο ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Στη Γαλλία, ο αποδυναμωμένος Μακρόν προτείνει Ευρώπη δύο και τριών ταχυτήτων: βαθύτερη ενοποίηση ενός μικρού πυρήνα χωρών εκτός θεσμικού πλαισίου Ευρωζώνης. Η Πολωνία ζητά αντίστοιχο μοντέλο στο πεδίο της κοινής άμυνας. Και η -παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκή- Ισπανία σπάει την εμπορική πολιτική του μπλοκ για να κρατήσει εντός επικράτειας τις κινεζικές επενδύσεις.
Όταν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι δεν πιστεύουν στο ευρωπαϊκό project, είναι λογικό να στρέφουν την πλάτη και οι παγκόσμιοι μεγάλοι παίκτες. Η απόφαση της Apple και της Meta να αποκλείσουν την ευρωπαϊκή αγορά από τα νέα τους προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης ακυρώνει ντε φάκτο την Ε.Ε. ως σημείο αναφοράς για τα παγκόσμια πρότυπα.
Και κάπως έτσι τα αδιέξοδα πληθαίνουν και η απόσταση με την Αμερική και την Κίνα μεγαλώνει. Δεν είναι ήττα γοήτρου, είναι ήττα της ευημερίας των ίδιων των Ευρωπαίων πολιτών. Σύμφωνα με την ανάλυση του Bloomberg Economics, η οικονομία της Ε.Ε. θα ήταν κατά περίπου 3 τρισ. ευρώ μεγαλύτερη εάν στην 25ετία μετά την ΟΝΕ είχε συμβαδίσει με αυτή των ΗΠΑ. Αυτά τα 3 τρισ. θα ήταν αρκετά για να έχουν αυξήσει το εισόδημα του μέσου Ευρωπαίου εργαζόμενου κατά 13.000 ευρώ ετησίως.
Το ενθαρρυντικό στοιχείο είναι πως, μετά και τον συναγερμό της έκθεσης Ντράγκι, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αναγνωρίζουν τα αδιέξοδα και προτεραιοποιούν την αντιμετώπισή τους.
Το απαισιόδοξο στοιχείο είναι πως δείχνουν αδύναμοι να δώσουν λύσεις. Όχι μόνον λόγω του, συνήθους, γερμανικού τείχους, αλλά και γιατί φοβούνται περισσότερο την ακροδεξιά ατζέντα και το εγχώριο πολιτικό κόστος από την απειλή της ολικής ευρωπαϊκής πτώσης.