Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, αλλά και γενικότερα η ευρωπαϊκή, είναι το χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων, μια έλλειψη που θέτει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Το καλό στην υπόθεση αυτή είναι πως άπαντες αναγνωρίζουν το πρόβλημα. Το κακό ότι λίγα γίνονται για την επίλυσή του, με αποτέλεσμα η κατάσταση να γίνεται ολοένα πιο δύσκολη.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων για το 2024 ήταν 15,1% με βάση τον προϋπολογισμό, ποσοστό που σταδιακά υποχώρησε στο 9,1% (πρόγραμμα σταθερότητας) και στο 6,7% (μεσοπρόθεσμο), ενώ ο ρυθμός αύξησης έπεσε μόλις στο 3,5% στο α’ εξάμηνο του έτους. Αν δηλαδή δεν υπήρχε και το Ταμείο Ανάκαμψης, θα μιλάγαμε για αρνητικό ποσοστό. Ποια είναι η εξήγηση γι’ αυτή την εξέλιξη; Τι πραγματικά συμβαίνει με τις επενδύσεις; Η ιστορία μάς διδάσκει πως ένας μεγάλος αριθμός επιχειρηματιών προτιμά να μη δεσμεύει δικά του κεφάλαια για επενδύσεις, βασιζόμενος στον δανεισμό και στις επιδοτήσεις. Η τάση αυτή μπορεί να «φρέναρε» τα τελευταία χρόνια, λόγω των διαδοχικών κρίσεων, της αστάθειας και της αβεβαιότητας που επικράτησε παγκοσμίως, αλλά και εξαιτίας της αύξησης του κόστους χρήματος. Είναι όμως επιτακτική ανάγκη να υπάρξει δραστική μεταστροφή και αύξηση των επενδύσεων στη χώρα. Η ελληνική οικονομία έχασε σημαντικό έδαφος έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης που πέρασε και οι ανάγκες της είναι και θα παραμείνουν πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με τους εταίρους της στην Ε.Ε. Ο Μάριο Ντράγκι προτείνει την υιοθέτηση ενός «μπαζούκα» 800 δισ. για επενδύσεις στην Ευρώπη, γνωρίζοντας πως καμιά οικονομία από μόνη της δεν μπορεί να προοδεύσει στο σημερινό πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον. Όμως, η αρχή πρέπει να γίνει σε εθνικό επίπεδο.