Η έννοια της ακρίβειας είναι σχετική. Δεν εξαρτάται μόνο από την ένταση, το ύψος των ανατιμήσεων στα βασικά καταναλωτικά αγαθά, αλλά και από το επίπεδο των εισοδημάτων. Δεν καθορίζεται μόνο από την καταγραφή των τιμών που διενεργεί η ΕΛΣΤΑΤ, όπως και από τους δείκτες που αναδεικνύουν οι στατιστικές της αναλύσεις, αλλά και από την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.
Ο πληθωρισμός είναι η μία παράμετρος προσδιορισμού της ακρίβειας. Η άλλη παράμετρος απαντάται στο ύψος των μισθών και τις μισθολογικές αυξήσεις, στις συνταξιοδοτικές αποδοχές, στην ύπαρξη ή μη Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, στο κόστος του χρήματος, στα φορολογικά βάρη, στις μηνιαίως καταβαλλόμενες κρατήσεις και εισφορές, στην ανταποδοτικότητα του κράτους έναντι των φορολογουμένων…
Η εξίσωση υπολογισμού της ακρίβειας -μιλώντας με μαθηματικούς όρους- έχει πολλούς άγνωστους «Χ», ενώ με όρους πολιτικής η άγνωστοι «Χ» καταμετρώνται πολλαπλάσιοι κι αλλάζουν θεαματικά, ανάλογα με το «χρώμα» της πολιτικής προσέγγισης, τα… γυαλιά που φορά ο κάθε πολιτικός.
Η ακρίβεια ωστόσο είναι υπαρκτή -μη αμφισβητήσιμη- και αμείλικτη για τα μεσαία και τα χαμηλά εισοδήματα. Δεν έχει χρώμα ή, αν θέλετε, δεν καθορίζεται κομματικά, δεν «χρεώνεται» σε έναν υπουργό, ούτε μόνο στις πολυεθνικές, δεν περιορίζεται στα τρόφιμα. Η ακρίβεια δεν κάνει διακρίσεις. Προκαλείται από την αγορά, συντηρείται από τους πολιτικούς και πληρώνεται από τους πολίτες…
Όσο για τον «λογαριασμό», εξοφλείται στις εκλογές… και την πληρώνουν οι πολιτικοί…