Να περιμένουμε κάτι χειροπιαστά θετικό από την αυριανή συνάντηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Τ. Ερντογάν στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη; Θα υπάρξει άραγε κάποια θετική εξέλιξη, που θα ανοίξει δρόμους στην κατεύθυνση της επίλυσης της μίας και μοναδικής διαφοράς -σύμφωνα με την ελληνική εθνική θέση, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ- ή απλώς θα επιβεβαιωθεί εκ νέου με χαμόγελα και χειραψίες το καλό κλίμα που επικρατεί τα τελευταία δύο χρόνια; Δυστυχώς, δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Όποιες κι αν είναι οι καλές προθέσεις της Αθήνας, η Άγκυρα δεν πρόκειται να κάνει πίσω στις προκλητικές διεκδικήσεις της.
Η «Διακήρυξη των Αθηνών», που υπέγραψαν οι δύο ηγέτες τον περασμένο Δεκέμβριο στην ελληνική πρωτεύουσα, καλεί τις δύο χώρες «να απέχουν από κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή». Δεν εμπόδισε, όμως, την Τουρκία να στέλνει πολεμικά πλοία στην Κάσο.
Ούτε την οδήγησε να αλλάξει στάση στην προκλητική της θέση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου ή όσον αφορά τη «λύση των δυο κρατών» στην Κύπρο, που νομιμοποιεί την εισβολή και τη στρατιωτική κατοχή στο βόρειο τμήμα του νησιού.
Ακόμη και η μεταφορά της νεοοθωμανικής λογικής της «γαλάζιας πατρίδας» στη μαθητική ύλη των σχολείων της γείτονος δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Απλά ο Ερντογάν θα παίξει άλλο ένα «φιλικό», επικοινωνιακό παιχνίδι εντυπώσεων, κυρίως για διεθνή κατανάλωση. Και μετά και από αυτήν τη συνάντηση -την έκτη τους τελευταίους 15 μήνες με τον Έλληνα πρωθυπουργό-θα συνεχίσει μεθοδικά τη στρατηγική της Άγκυρας.
Μια στρατηγική που ακολουθούν όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις από την εισβολή στην Κύπρο, πριν από 50 χρόνια: την απόπειρα «φινλανδοποίησης» της Ελλάδας, ώστε να αναγκάζεται η όποια κυβέρνηση να υιοθετεί συμβιβαστική στάση απέναντι στην Τουρκία. Για να αποτραπούν τα… χειρότερα. Δηλαδή ο πόλεμος, αφού η Τουρκία απειλεί, άλλωστε, με casus belli τη χώρα μας εδώ και 30 χρόνια αν θελήσουμε να ασκήσουμε αναφαίρετα κυριαρχικά δικαιώματα. Αναμφίβολα, όλοι θέλουμε τον διάλογο, που είναι η μόνη λύση.
Απαιτείται, όμως, η σαφής αναγνώριση από την Άγκυρα του διεθνούς δικαίου, προκειμένου να υπάρξει συνέχεια. Και η Τουρκία δεν φαίνεται να έχει τέτοια διάθεση… Δυστυχώς, η Άγκυρα θέλει να εμφανίζεται «το αφεντικό» στην περιοχή, αντιμετωπίζοντας τις γειτονικές χώρες ως «μικρότερους και υποτακτικούς, κατ’ επέκταση, εταίρους».