«Είναι ένα πρόβλημα της Γερμανίας, εκεί θέλουν να πάνε». Ο Όρμπαν του 2015 με τη στάση του και τις απειλές του για χρήση βίας στριμώχνει την καγκελάριο στη γωνία. Η ισχυρή κυρία παίρνει την απόφαση-ορόσημο στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Είναι 4 Σεπτεμβρίου 2015. Ανοίγει τα σύνορα της χώρας της και της Ευρώπης στους εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες που είχαν φτάσει στην ουγγρο-γερμανική μεθόριο.
Εννιά χρόνια και 12 ημέρες μετά, το μεταναστευτικό ακόμη λύσεις ζητά, οι Γερμανοί, που αρχικά χαιρέτισαν την επιλογή της «μητερούλας», στράφηκαν εναντίον της, το AfD από τα έδρανα της Bundestag της απαντά, η Ευρώπη τον εθνικισμό και τον λαϊκισμό βρίσκει μπροστά.
Ήταν τα κίνητρα της καγκελαρίου ηθικά, ήταν οι μνήμες από τον Αύγουστο του 1989, μερικές εβδομάδες πριν από την πτώση του Τείχους, που ζωντάνεψαν ξανά, ήταν τα οικονομικά πιο πειστικά -οι κενές θέσεις στη γερμανική αγορά εργασίας και αυτό που ήθελαν οι Wirtschaftsbosse- ή ο φόβος για βίαιη κλιμάκωση σε περίπτωση ανάσχεσης της πορείας των αποφασισμένων απελπισμένων αυτό που μέτρησε τελικά;
Ό,τι κι αν ήταν, το κεφάλαιο «μεταναστευτικό» δεν κλείνει. Κλείνει ένας κύκλος. Πρώτη και τελευταία σκηνή στη Γερμανία.
Τώρα, σπάει τις γραμμές. «Πραγματικά, πιστεύει κανείς ότι μετανάστες και πρόσφυγες θα εγκαταλείψουν το όνειρο που χτίζουν χρόνια για μια ζωή στη Γερμανία, απλώς επειδή κάποιοι αστυνομικοί διενεργούν ελέγχους στους αυτοκινητοδρόμους, όταν και μόνο με την επίκληση της λέξης “άσυλο” πρέπει να τους αφήσουν να μπουν στη χώρα; (…)», σχολιάζει η Welt.
Δεν πιστεύει το Βερολίνο ότι μπορεί να τιθασεύσει τίγρη με ποντικοπαγίδα. Ελπίζει ότι απωθώντας την προς την ευρωπαϊκή μεθόριο, θα χαλαρώσει η πίεση εντός.
Η Γερμανία σπάει τις γραμμές. «Αυτό δεν οφείλεται στην αυξημένη πίεση από το μεταναστευτικό ή την αυξημένη απειλή ισλαμιστικής τρομοκρατίας ή σε μια νέα νομική κατάσταση, αλλά μάλλον στην ευρύτερη διάθεση που επικρατεί στη χώρα και στα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα».