Οι κενές θέσεις εργασίας στη χώρα, αποτελούν ξεκάθαρη τροχοπέδη ανάπτυξης, αλλά και αφορμή για διατήρηση των ελαστικών σχέσεων απασχόλησης.
Το μονοψήφιο ποσοστό ανεργίας που καταγράφηκε τον Ιούλιο, δεν μπορεί να κρύβει το πρόβλημα στο «χαλάκι της εξώπορτας».
Η ΕΛΣΤΑΤ προ ημερών γνωστοποίησε, πως το β’ τρίμηνο της τρέχουσας χρονιάς, προσέγγισαν τις 59.000 οι κενές θέσεις εργασίας, πανελλαδικά. Πρόκειται για αύξηση 58,8% σε ετήσια βάση! Μικρή επισήμανση: το β’ τρίμηνο είναι εκείνο που παραδοσιακά πρέπει να καλύπτονται οι θέσεις εργασίας στην Ελλάδα στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Είναι η περίοδος που ανθεί η εποχική απασχόληση, καθώς έχουμε την έναρξη του θερινού τουρισμού. Άρα, υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε, κατά το β΄τρίμηνο, οι κενές θέσεις να μειώνονται σημαντικά. Φέτος όμως, συνέβη το ακριβώς αντίθετο: Δραματική αύξηση που προσέγγισε το 60%, άρα μεγάλη πίεση στην αγορά εργασίας για να καλυφθούν οι απώλειες σε εργατικό δυναμικό.
Αλήθεια, αποτελεί ερωτηματικό πώς θα γίνει κάτι τέτοιο, όταν είναι η δεύτερη σερί χρονιά, με έντονα αυξητικές τάσεις στο φαινόμενο. Κατά το β’ τρίμηνο του 2023 είχε διαπιστωθεί αύξηση 36,2% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2022, άρα το πρόβλημα παραμένει και εντείνεται χρόνο με τον χρόνο.
Μάλιστα, δεν φαίνεται να υπάρχει λύση στο πρόβλημα, καθώς οι εργοδότες σε ποσοστό μόλις 34% προβλέπουν αύξηση των προσλήψεων για το δ’ τρίμηνο της χρονιάς. Η έρευνα της Manpower μπορεί να ανέδειξε τις θετικές προοπτικές απασχόλησης στις 19 μονάδες, αλλά πάλι η πλειονότητα των εργοδοτών (57%) προβλέπει διατήρηση ή ακόμα και μείωση των θέσεων εργασίας.
Μοναδική λύση, φαντάζει η αξιοποίηση του επιδόματος ανεργίας, που η ίδια η Κυβέρνηση θέλει να το μετατρέψει σε «κίνητρο» εύρεσης εργασίας. Με διατήρηση της 12άμηνης διάρκειάς του, το συγκεκριμένο επίδομα αναμένεται να είναι αυξημένο κατά το α’ τρίμηνο (έως 750 ευρώ, από 509 που είναι σήμερα), αλλά μετά θα μειώνεται αναλογικά. Για να φτάσει στο δ’ τρίμηνο στα επίπεδα των 350 ευρώ. Μόνο που υπάρχει ο κίνδυνος, οι άνεργοι που θα σπεύσουν προς αναζήτηση εργασίας, θέλοντας να αποφύγουν να λάβουν ένα επίδομα που θα βαίνει μειούμενο κάθε τρεις μήνες, να βρεθούν αντιμέτωποι με το σκληρό πρόσωπο της εργοδοσίας.
Αυτό σημαίνει ότι κινδυνεύουν να αποδεχτούν δουλειές που θα είναι πολύ χαμηλής ποιότητας, που θα υποκρύπτουν υπερεργασία και που ουσιαστικά θα προσφέρουν μίνιμουμ αποδοχών, για μάξιμουμ εκμετάλλευσης. Μην λησμονούμε ότι η ελληνική αγορά εργασίας δεν είναι αγγελικά πλασμένη, ενώ έχουμε περάσει ως Κοινωνία, από 10αετή οικονομική κρίση με σαφή χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων.
Ασφαλώς σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, μπορεί η ΔΥΠΑ να διαδραματίσει ρόλο κομβικό, ώστε να αποφευχθούν οι κακοτοπιές και να προστατευθούν οι εργαζόμενοι. Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι υπάρχει η βούληση για κάτι τέτοιο, αμφιβάλλουμε όμως αν θα επιτευχθεί ο στόχος.
Σε διαφορετική περίπτωση, οι χιλιάδες θέσεις εργασίας όχι μόνο θα συνεχίσουν να παραμένουν κενές, αλλά θα αυξηθούν περαιτέρω. Έτσι, η ελληνική οικονομία θα πριονίζει το κλαδί που κάθεται, με κίνδυνο οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης να αποδειχτούν «φύλλο συκής» που κρύβει όσα δεν πρέπει να φανερωθούν. Όχι όμως για πάντα.