Ορθώς τίθεται στον δημόσιο διάλογο το μισθολογικό ζήτημα των δημοσίων υπαλλήλων. Ορθώς σχολιάζονται οι μισθολογικές αυξήσεις και η αγοραστική δύναμη όλων όσοι απασχολούνται στις υπηρεσίες του κράτους.
Ποιον προβλημάτισε, όμως, η απόδοση των δημοσίων υπαλλήλων, η παραγωγικότητά τους, ο βαθμός συμμετοχής τους στη γενικότερη προσπάθεια στήριξης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας; Πότε τέθηκε ως θέμα η πραγματική (ισχνή επί της ουσίας) υπεραξία που προσφέρει το ελληνικό Δημόσιο στην οικονομία, στον μέσο πολίτη;
Το μόνο που τέθηκε ως ζητούμενο -τότε, στην πέτρινη εποχή των μνημονίων- ήταν η μείωση του πληθυσμού των δημοσίων υπαλλήλων, οι θέσεις των οποίων τελικά συρρικνώθηκαν στις 700.000 από 1.200.000, όπως και οι μισθοί που όχι μόνο «κουρεύτηκαν με την ψιλή» αλλά για περίπου μια δεκαετία αφέθηκαν στην τύχη τους, παρέμειναν «παγωμένοι».
Έπρεπε να συμβούν όλα αυτά; Ενδεχομένως ναι, ίσως όμως όχι σε αυτή την έκταση και με αυτή την επιθετικότητα.
Η λύση της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα, επί δεκαετίες, έδειχνε ανέφικτη, ωστόσο κάποιοι δέχθηκαν να βάλουν το κεφάλι τους στην πολιτική «γκιλοτίνα». Τότε, βέβαια, το υπαγόρευσαν οι συνθήκες. Υπήρξε «άνωθεν εντολή» (βλέπε τρόικα).
Κι όμως, το δύσκολο δεν είναι να μικρύνει το κράτος αλλά να αλλάξει. Να ευαισθητοποιηθούν όσοι απασχολούνται στο Δημόσιο, να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, να προσφέρουν τη δέουσα υπεραξία.
Τι κι αν ο πολιτικός «μειώνει» -πληθυσμιακά, μισθολογικά- τον δημόσιο υπάλληλο ή τον παρακάμπτει μέσω της ψηφιοποίησης… Το πρόβλημα της αντιπαραγωγικότητας του Δημοσίου θα παραμένει.
Ποιος όμως έχει το σθένος, το θάρρος, το κουράγιο, την προνοητικότητα να πράξει πολιτικά, γνωρίζοντας ότι πολιτικό αποτέλεσμα θα επέλθει ύστερα από χρόνια, ύστερα από τουλάχιστον μία τετραετία; Ποιος θα λάβει τη γενναία απόφαση να δράσει δίχως να κοιτά την «κλεψύδρα» του πολιτικού χρόνου, δίχως να σκέπτεται τις εξαγγελίες της ΔΕΘ;