Η αλήθεια είναι πως η κυβέρνηση είχε προϊδεάσει τους επιχειρηματίες και την κοινή γνώμη για το περιεχόμενο των εξαγγελιών του πρωθυπουργού από το βήμα της 88ης ΔΕΘ, κάνοντας λόγο για συγκρατημένο καλάθι παροχών.
Τελικά, ο κ. Μητσοτάκης προσπάθησε να κάνει υπέρβαση, αφού οι 45 παρεμβάσεις που ανακοίνωσε ανέβασαν το κόστος των μέτρων στα 3,5 δισ., εκ των οποίων το δημοσιονομικό κόστος για το 2025 ανέρχεται περίπου σε 1,5 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, η επόμενη μέρα βρίσκει τους πάντες (σχεδόν) δυσαρεστημένους. Επιχειρηματικοί φορείς και συνδικαλιστικές ενώσεις γκρινιάζουν για τα πενιχρά -όπως τα χαρακτηρίζουν- οφέλη των μέτρων που ανακοινώθηκαν ή για την έλλειψη μέτρων που κατά τη γνώμη τους έπρεπε να ανακοινωθούν. Κάτι που επιβεβαιώνει πως η οικονομία των αριθμών εξακολουθεί να απέχει σημαντικά από την πραγματική οικονομία.
Ο κυβερνητικός σχεδιασμός είναι ξεκάθαρο πως βλέπει την πολιτική παροχών σε ορίζοντα τριετίας μέχρι τις επόμενες εκλογές, το 2027, ενώ και η έναρξη της ισχύος του νέου -αυστηρότερου- δημοσιονομικού πλαισίου στην Ε.Ε. συνέβαλε στο τελικό αποτέλεσμα. Όμως, κάποια προβλήματα χρειάζονται άμεσα λύσεις.
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο θέμα των μισθών και την ανάγκη αύξησής τους στον ιδιωτικό τομέα, όμως δεν υπήρξε καμιά αναφορά στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί αυτό. Και αυτός δεν είναι άλλος από την προώθηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Οι μισθοί είναι μια από τις παραμέτρους που παραμένουν σε επίπεδο μνημονίων, όταν αρκετοί οικονομικοί δείκτες έχουν επιστρέψει σε προ μνημονίων επίπεδα. Χωρίς να υπολογίζουμε το πρόσθετο, πολύ μεγάλο βάρος που δέχονται μισθωτοί και συνταξιούχοι από την παρατεταμένη ακρίβεια.
Όσο για τις επιχειρήσεις, το πρόβλημα είναι διπλό: ενεργειακό κόστος και πρόσβαση σε χρηματοδότηση, κυρίως για μικρομεσαίους. Και όπως προειδοποιεί η έκθεση Ντράγκι, το μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ικανών αναπτυξιακών πόρων, πολύ μεγαλύτερων σε αξία από τα σημερινά επίπεδα. Αλλά αυτή είναι μια άλλη υπόθεση.