Κυκλοφορούν πολλές ιστορίες για φαντάσματα πρώην προέδρων που περιφέρονται στον Λευκό Οίκο, αλλά αυτό του Αβραάμ Λίνκολν κερδίζει τα λευκά στοιχειά, ίσως λόγω αφήγησης από έναν μάστορα του λόγου με παροιμιώδες χιούμορ.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ αρεσκόταν να διηγείται τη «συνάντησή» του με τον «τίμιο Έιμπ», όπως αποκαλούσαν χαϊδευτικά οι συμπατριώτες του τον ηγέτη των Βορείων στον Αμερικανικό Εμφύλιο.
Ο Τσόρτσιλ έμενε στην κρεβατοκάμαρα του Λίνκολν στον Λευκό Οίκο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αφότου έκανε ένα απολαυστικό μπάνιο, περπάτησε γυμνός και είδε τον αλλοτινό ένοικο να ακουμπά στο τζάκι. Αντάλλαξαν βλέμματα, μάλλον αμήχανα, και ο πολυμήχανος Τσόρτσιλ, εν αδαμιαία περιβολή -μην το ξεχνάμε-, φέρεται να έσπασε τη σιωπή, λέγοντας ατάραχα: «Καλησπέρα, κύριε πρόεδρε. Νομίζω ότι με βρίσκετε σε μειονεκτική θέση».
Υπάρχει, βέβαια, κι άλλη ιστορία, ντυμένη με μαρτυρία. Ο ένοικος του Λευκού Οίκου, Φραγκλίνος Ρούσβελτ, χτύπησε την πόρτα της σουίτας του πρωθυπουργού κατά την πρώτη επίσκεψη του Τσόρτσιλ στις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 1941, για να διαπιστώσει ότι ήταν γυμνός. Πήγε να αποχωρήσει, ώσπου ο φιλοξενούμενος κάτι πάνω του ρίξει, αλλά ο Τσόρτσιλ αρνήθηκε: «Κύριε πρόεδρε, δεν έχω τίποτα να κρύψω».
Γιατί να το κρύψουμε, εμείς είμαστε σε μειονεκτική θέση όσο η πολιτική γύμνια κάθεται στη μέση. Ο θίασός μας κρατά ψηλά τον ποδόγυρο από την ανύπαρκτη φορεσιά του, μην την πατήσει και πέσει.
«Αυτός είναι ο θίασός μας, μ’ αυτόν θα παίξουμε». Πες μας, πώς θα αντέξουμε και τι να επιλέξουμε; «Οι λεπτομέρειες, που μας παρέχουν τόσο άφθονα, θολώνουν την κρίση για το ουσιαστικό πρόβλημα. Σ’ αυτό βασίζεται η τέχνη της προπαγάνδας: στην επιδέξια χρησιμοποίηση της λεπτομέρειας, στον τεμαχισμό της αλήθειας». (Πρωτομαγιά 1940. Μέρες, Γ’. Ίκαρος, 1977) Μεγάλο πράγμα η συνήθεια, κι ας μην είμαστε κουτορνίθια, κι ας μαλώνουμε πότε πότε με τα παραμύθια.
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς και κατά πού προχωρούμε.