Κατά την κυβέρνηση, οι αμοιβές και τα εισοδήματα στην Ελλάδα «αυξάνονται, ως επί το πλείστον, γρηγορότερα από την Ευρώπη».
Το δε καθαρό διαθέσιμο εισόδημα στη χώρα μας «έχει αυξηθεί για όλους τους τύπους νοικοκυριών με εργαζόμενα μέλη», άρα ο «ισχυρισμός ότι το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα είναι στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα».
Κατά τη Eurostat, το διαθέσιμο εισόδημα στη χώρα μας, με βάση την κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη, υστερεί του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 33 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι βρίσκεται στο 67% σε όρους σύγκλισης. Το επίπεδο αυτό αποτελεί και τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. μετά τη Βουλγαρία.
Στην Ελλάδα επίσης -κατά την τελευταία έρευνα της Eurostat για τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης στην Ε.Ε.- από το 2019 έως σήμερα έχουμε διαρκές άνοιγμα της ψαλίδας στο διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ήτοι έχουμε σταθερή διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες η πορεία είναι ακριβώς αντίθετη, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, αντί να ανοίγει, κλείνει.
Έχουμε ακόμη ορισμένους από τους υψηλότερους δείκτες φτώχειας στην Ε.Ε.: Το 26,3% του πληθυσμού βιώνει κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, έναντι 21,6% στην Ε.Ε., ενώ σε κίνδυνο φτώχειας βρίσκεται και το 10,6% του εργατικού δυναμικού έναντι 8,2% στην Ε.Ε. Επιπλέον έχουμε και το απόλυτο ευρωπαϊκό ρεκόρ σε κόστος στέγασης, καθώς το 26,7% των πολιτών πληρώνει πάνω από 40% του εισοδήματός του για να στεγαστεί. Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μόλις 8,7%.
Το πρώτο ερώτημα είναι εάν η κυβέρνηση (θέλει να) βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο και η Eurostat έχει λόγους να το βλέπει σχεδόν άδειο. Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν η αλήθεια, όπως την εισπράττει βιωματικά η κοινωνία, μπορεί να ωραιοποιηθεί σε συσκευασία επιμέρους δεικτών για να παραγάγει πολιτικό αποτέλεσμα.
Την απάντηση ίσως τη δίνει ένας εντελώς διαφορετικός δείκτης – ο δείκτης κοινωνικής απαισιοδοξίας που μέτρησε στην τελευταία της έρευνα η MRB: Το 63% των ερωτηθέντων στην έρευνα εκτιμά ότι τα πράγματα στη χώρα πάνε πολύ ή αρκετά άσχημα. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο σχεδόν του τελευταίου χρόνου και, αν μη τι άλλο, δείχνει μια κοινωνία χαμηλού ηθικού και ακόμη πιο χαμηλών προσδοκιών.