Δεν ξέρουμε πόσοι παρακολούθησαν την πρόσφατη κόντρα υπουργείου Οικονομίας και ΚΕΠΕ για το πόσο πλούσιοι ή καλύτερα πόσο φτωχοί είναι οι Έλληνες.
Το πρώτο χρησιμοποίησε τον δείκτη του διαθέσιμου εισοδήματος για να αντικρούσει τον ισχυρισμό του δεύτερου ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι στην πλέον δεινή θέση, κάτω και από τη Βουλγαρία, αν μετρήσουμε τον μέσο μισθό ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας, υπολογισμένης σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης.
Αυτό που ξέρουμε είναι πως η σύγκριση επί διαφορετικών δεικτών δεν είναι και τόσο δόκιμη. Και πως πολύ περισσότερο δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Είτε πούμε πως είμαστε 16οι, είτε 19οι, είτε 27οι, κάθε φορά που πηγαίνουμε σούπερ μάρκετ ή κάθε φορά που φτάνει το τέλος του μήνα και κοιτάμε τον τραπεζικό μας λογαριασμό, το αισθανόμαστε: Το κύμα ακρίβειας κατατρώει το εισόδημά μας. Και αντί για κόντρες ειδικών, θα προτιμούσαμε λύσεις επί των πρακτικών.
Κόντρες αντί για λύσεις και στον χώρο της υγείας, με κυβέρνηση, αντιπολίτευση και τρολ σε θέση μάχης και στη συζήτηση να μπαίνει ακόμη και η… μαγευτική Ψίμυθος. Μπορεί το νησί να είναι φανταστικό, αλλά τα προβλήματα στα νοσοκομεία – για όσους χρειάζεται να τα επισκεπτόμαστε συχνά – δεν είναι καθόλου της φαντασίας μας.
Ποιος ασχολείται τελικά σοβαρά με τη βελτίωση της καθημερινότητάς μας; Η απάντηση των πολιτών, όπως αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, είναι ξεκάθαρη: Κανείς.
Για αυτό και το κυβερνών κόμμα χάνει αισθητά έδαφος και βαθμολογείται για το έργο του πολύ κάτω από τη βάση, ενώ εκείνο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εν μέσω διαλυτικών τάσεων, καταποντίζεται στην 5η θέση. Και τελικά ποιος είναι ο καταλληλότερος για να μας κυβερνήσει; Και εδώ την πρωτιά εξασφαλίζει «ο κανένας» με ποσοστά που θα ζήλευε ο κάθε πολιτικός αρχηγός. Αν δεν αλλάξει κάτι, τότε δεν θα αργήσουμε να πούμε: «Ελπίδα; Καμία».