Άπαντες δέχονται ότι η κοινωνία μαστίζεται από την ακρίβεια, ότι η έμμεση φορολόγηση έχει «πιάσει ταβάνι», ότι οι άμεσοι φόροι είναι δυσβάστακτοι και συνδυαζόμενοι με τις εισφορές ψαλιδίζουν επικινδύνως τα εισοδήματα, ότι τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου δεν έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα για την κοινωνία.
Αδιαμφισβήτητο είναι επίσης το χαμηλό εισοδηματικό επίπεδο του μέσου Έλληνα, το οποίο δεν χρειάζεται να συγκριθεί με τα μέσα εισοδήματα πολιτών άλλων ευρωπαϊκών χωρών για να καταλήξουμε στο αυτονόητο, όπως και για να αποδείξουμε την απαξιωμένη αγοραστική δύναμη των Ελλήνων καταναλωτών, ή τη χαμηλή μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση στη χώρα.
Ωστόσο, οφείλουμε να δεχθούμε ότι η Ελλάδα βελτίωσε αισθητά τη θέση της μεταμνημονιακά, αν και ένεκα των αλλεπάλληλων, διεθνών, δυσμενών συγκυριών, ο βηματισμός της μερικώς χάθηκε.
Δεν χάθηκε όμως ο στόχος για μια εύρωστη οικονομία, δίχως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Για μια εύπορη κοινωνία, που θα αφήσει πίσω της τη φτώχεια και την ανέχεια.
Ο δρόμος ώστε η κυβέρνηση να «κόψει το νήμα», κερδίζοντας τον αγώνα της, παραμένει ένας. Περνά μέσα από την αύξηση της αγοραστικής δύναμης του μέσου Έλληνα (βλέπε συγκράτηση ανατιμήσεων – ολιστική ενίσχυση εισοδημάτων) και τη ριζική αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Στόχους τους οποίους διατείνεται ότι διεκδικεί η κυβέρνηση ήδη από την πρώτη τετραετή περίοδό της.
Απέχει, βέβαια, παρασάγγας από το να τους επιτύχει, με την κλεψύδρα να μετρά εκ νέου αντίστροφα 15 μετεκλογικούς μήνες. Πρόκειται για μαραθώνιο, και τυχόν άλλες καθυστερήσεις θα αναγκάσουν την κυβέρνηση να τρέξει κατοστάρι…