Το χιούμορ είναι περισσότερο καυστικό από έναν πύρινο λόγο που κατακεραυνώνει κάποιον και προειδοποιεί για δεινά και σχέδια σατανικά, επειδή ουσιαστικά γελοιοποιεί το αντικείμενο της κριτικής.
Είναι ένας τρόπος άγριας σύγκρουσης. Με ελαφρύ τράβηγμα των χειλιών προς τα πλάγια. Ωραία σκάγια.
Ο Ομπάμα πάει στο συνέδριο των Δημοκρατικών και καρφώνει με μια χειρονομία τον Τραμπ για την «αλλόκοτη εμμονή του με τα μεγέθη» του πλήθους στις συγκεντρώσεις και γελάνε όλοι με τον υπαινιγμό για τον μικρό… εξοπλισμό του υποψήφιου των Ρεπουμπλικανών.
Δεν απασχολεί το υπογάστριο του Τραμπ. Άλλα μήκη, προφανώς, τους προκαλούν φρίκη. Ο πόλεμος του χιούμορ είχε ενδιαφέρον. Η ανελέητη διακωμώδησή του από τους Δημοκρατικούς αποκάλυψε ένα από τα πιο τρωτά σημεία του Τραμπ: Δεν ξέρει τι να κάνει όταν οι άνθρωποι δεν τον παίρνουν στα σοβαρά.
Η γελοιοποίηση σκοτώνει. Όποιον θέλει ή πρέπει να τον πάρουν στα σοβαρά, για να γίνει η δουλειά.
Το λέω, γιατί υπάρχουν κι αυτοί που όταν βρέχει σκώμμα, σκέφτονται ότι έστω κι έτσι κρατιούνται στην επικαιρότητα ακόμα. Μεταξύ ελαφράδας, πονηριάς, ανοησίας, παρακμής και αρχομανίας τούτοι οι ξεσκολισμένοι σοφιστές, που μπορούν να υποστηρίξουν τα πάντα και τα αντίθετά τους, δεν πάνε χαμένοι.
Καθημερινές και Κυριακές.
Δε θέλω πια να σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια. Θέλω ανοιχτά παράθυρα να με χτυπάει αέρας, γιατί αυτονομούνται τα νεύρα ενίοτε και οι ανακοπές πάνε σφαίρα.
Πάω παραπέρα. Στον άλλο κομματικό κήπο, βγάζουν τόσο γέλιο, που αναρωτιέσαι αν ενοχλούνται καθόλου από τον χτύπο.
«Κανείς δεν έχει πρόβλημα να τον πουν κακό. Όλοι έχουν πρόβλημα να τους πουν γελοίους». Όλοι; Έτσι λέει ο Μολιέρος, πού να ξέρω.
Ο καθένας διαλέγει τον τρόπο γελοιοποίησής του. Σαν επινοημένη φάρσα.