Ξένοι στο ίδιο κόμμα. Μέχρι την επόμενη διάσπαση! Είναι σαφές πλέον ότι το ρήγμα στο ΣΥΡΙΖΑ όσο πάει και βαθαίνει.
Οι πολίτες βλέπουν τη δραματική αδυναμία ενός κόμματος, που πίστευε ότι βρισκόταν στο δρόμο της ανασύνταξης μετά τις πολλαπλές ήττες, να βυθίζεται από τη μία κρίση στην άλλη. Και οι διαφορές στα ηγετικά του κλιμάκια να εκρήγνυνται. «Κακό χωριό, τα λίγα σπίτια», λέει μια σοφή λαϊκή παροιμία.
Η Αριστερά, έγραφε ο μαρξιστής Ιταλός φιλόσοφος, Αντόνιο Νέγκρι πρέπει να είναι «ένα εργοστάσιο στρατηγικής. Μια επιχείρηση ανατροπής, μια ικανότητα να επιβληθεί, ένας πολλαπλασιαστής παραγωγικής ορθολογικότητας στην επαναστατική βούληση των αγωνιστών και τον αυθορμητισμό των μαζών. Το κόμμα μετατρέπει αυτή την πρώτη ύλη σε μια γενική δύναμη για να επιτεθεί στον αντίπαλο».
Αυτό που βλέπουν οι πολίτες -οι φίλοι με λύπη και οι αντίπαλοι με χαρά- είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται σιγά σιγά μέσα σε εσωτερικές συγκρούσεις.
Οσο και αν οι αιτίες έχουν να κάνουν με εσωτερικά θέματα, η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς, δεν είναι μεμονωμένο ελληνικό φαινόμενο. «Η Αριστερά περνά υπαρξιακή κρίση», όπως λέει το ιστορικό στέλεχος της γερμανικής «Die Linke» και πρώην πρόεδρος του κόμματος, Γκρέγκορ Γκύζι.
Πανευρωπαϊκό φαινόμενο
Κάποιος παλιός κομμουνιστής μού είχε πει κάποτε ότι η Αριστερά είναι σαν την …αμοιβάδα. Ζει για να διχοτομείται. Όχι μόνο λόγω ιδεολογικών διαφορών. Αλλά γιατί στην Αριστερά πληθαίνουν συνεχώς οι «μικροί Ναπολέοντες» . Και αυτό είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο.
«Η παρακμή της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας είναι γενικευμένη στην Ευρώπη, μπορούμε ακόμη και να μιλάμε για ένα κομματικό είδος που κινδυνεύει με εξαφάνιση», λέει ο Νικολά Λερόν στο βιβλίο του «La Double démocratie: Une Europe politique pour la croissance.
Ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης και ηθοποιός Νάνι Μορέττι στην εξαιρετική του ταινία «Palombella rossa», το «Κόκκινο περιστέρι» του 1989, αναφέρεται στην ιδεολογική κρίση της ιταλικής Αριστεράς μετά την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Το «Κόκκινο περιστέρι» είναι ουσιαστικά μια μεταφορά για τη χαμένη ταυτότητα του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος σε μια νέα πραγματικότητα που δεν μπορεί να κατανοήσει. Ούτε να αναλύσει με τα παλιά «ένδοξα» και «αλάθητα», ταξικά εργαλεία.
«Η Αριστερά όπως την ξέρουμε και όπως αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν η αριστερά που ήρθε να εκπροσωπήσει και να υποστηρίξει τη βιομηχανική εργατική τάξη. Αυτή η τάξη δεν υπάρχει πια», υποστηρίζει ο Ζαν Ροβνί ,καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και Συγκριτικής Πολιτικής στο γαλλικό πανεπιστήμιο Sciences Po.
Δραματική κοινωνική αλλαγή
Για να κατανοήσουμε τη γενική αποδυνάμωση των αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη πρέπει να πάμε αρκετές δεκαετίες πίσω, λέει ο Γάλλος ακαδημαϊκός, κάνοντας λόγο για μια «πολύ βαθιά κοινωνιολογική αλλαγή…Τα τελευταία 30 χρόνια έχουμε δει μια δραματική αλλαγή στο προφίλ των ψηφοφόρων των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Και αυτό συνέβη στο πλαίσιο ενός μετασχηματισμού στη δομή της ευρωπαϊκής οικονομίας, που έκανε τη μετάβαση από τη βιομηχανική, στη λεγόμενη οικονομία της γνώσης .Αυτό το εκλογικό σώμα που ανήκει κυρίως στην παραδοσιακή εργατική τάξη, πιστεύει ότι έγινε «πιο μεσαία τάξη».
Δεν είναι ότι τα αριστερά κόμματα δεν είναι πλέον ελκυστικά ή ότι οι εργαζόμενοι έχουν απομακρυνθεί από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Είναι ότι «οι εργαζόμενοι που υποστήριζαν αυτές οι οργανώσεις εξαφανίζονται».
Ο βιομηχανικός εργάτης των αρχών του 20ου αιώνα, όπως και αυτός των δεκαετιών 50 και 60, δεν υπάρχει πια. «Αυτοί οι εργαζόμενοι έχουν αντικατασταθεί από μηχανές ή οι δουλειές τους έχουν πάει στην Ασία».
Οι αλλαγές στην ευρωπαϊκή οικονομία έχουν τροποποιήσει το προφίλ των εργαζομένων και τις ανάγκες τους. «Βασικά έχουν αποδεχτεί πολλές νεοφιλελεύθερες αρχές της οικονομίας», λέει ο καθηγητής Ροβνί.
Και πολλοί απ` όσους παραμένουν στην ίδια κοινωνική τάξη, έλκονται σε αρκετές περιπτώσεις από ακροδεξιά λαϊκίστικα ή ξενόφοβα κόμματα. Που τους κάνουν να πιστεύουν ότι ο εχθρός είναι οι μετανάστες. Είναι άλλωστε σαφές ότι η μετανάστευση ήταν κάτι για το οποίο οι περισσότεροι σοσιαλδημοκράτες ψηφοφόροι, ειδικά οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της εργατικής τάξης, δεν ενθουσιάζονται ιδιαίτερα».
Και παρόλο που η αριστερά απέφυγε το θέμα «όσο μπορούσε», η μετανάστευση κατέληξε να μπει «από την πίσω πόρτα» ως κυρίαρχο θέμα στην ευρωπαϊκή πολιτική, από την άκρα δεξιά.
«Τρίτος Δρόμος»
Τα τελευταία 25 ή 30 χρόνια επίσης, η αριστερά στην Ευρώπη έχει κινηθεί προς το κέντρο, μια διαδικασία που ξεκίνησε με τον Τρίτο Δρόμο του Τόνι Μπλερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, του Γκέρχαρντ Σρέντερ στη Γερμανία, αλλά και από άλλους ηγέτες. Πηγαίνοντας όμως «υπερβολικά στο κέντρο» έχουν χάσει πολλούς αριστερούς ψηφοφόρους. «Μάλλον έχουν αποξενώσει πολλούς ανθρώπους που αντιμετώπισαν οικονομικά προβλήματα», όπως υποστηρίζει ο Τζόναθαν Γουάιτ, καθηγητής Πολιτικής στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο του LSE στο βιβλίο του The Meaning of Partisanship.
«Από τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αν όχι και πιο πριν, μεγάλο μέρος της κοινοβουλευτικής Αριστεράς στην Ευρώπη είχε χάσει τον ριζοσπαστισμό της. Οι διεκδικήσεις της Αριστεράς απλώς μετριάστηκαν και κάποια κόμματα μετείχαν σε συνασπισμούς με πιο φιλικούς προς την αγορά, κυβερνητικούς εταίρους. «Αυτό που είχε ως αποτέλεσμα η Αριστερά να μην αποτελεί πλέον μια αξιόπιστη πρόκληση στο συστημικό status quo », λέει ο Γουάιτ. Αντί να αποτελεί πηγή «ελπίδας» για όσους ένιωθαν δυσαρεστημένοι ή αποκλεισμένοι από το σύστημα, «πρότεινε τρόπους προσαρμογής στους περιορισμούς της αγοράς».
Πολιτική με τους όρους των άλλων
Τα αριστερά κόμματα «μοιάζουν αδύναμα και τεχνοκρατικά σε πολλούς από τους παραδοσιακούς υποστηρικτές τους και είναι πιο δύσκολο να διακριθούν από τα άλλα κόμματα», λέει ο βρετανός καθηγητής Γουάιτ.
«Αντίθετα, ο ακραίος ριζοσπαστισμός της άκρας δεξιάς, αν και είναι συχνά απλώς ρητορικός, έχει απήχηση και ξεχωρίζει επειδή μεγάλο μέρος της Αριστεράς δεν το προσφέρει πλέον ».
Για τον καθηγητή Γουάιτ πάντως, το πρόβλημα της Αριστεράς ξεπερνά τα λάθη που μπορεί να έκανε με μια κακή στρατηγική. «Η αριστερά λειτουργεί σε ένα περιβάλλον μέσων ενημέρωσης που κυριαρχείται από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Όταν εμφανίζονται πιο ριζοσπαστικές αριστερές φωνές, παρουσιάζονται γρήγορα ως ύποπτες, ακόμη και παράνομες…Και ασκεί πολιτική με τους όρους των άλλων».