[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάτσος 1 ο [batsos] Ο18 & μπάτσα η [batsa] Ο25α & μπάτσο το [batso] Ο39: α. χτύπημα στο μάγουλο με την παλάμη· χαστούκι, σκαμπίλι: Tου έδωσε ένα γερό μπάτσο. ΦΡ είναι / τον έχουν του κλότσου* και του μπάτσου / από κλότσου κι από μπάτσου. β. (μτφ.) ηθικό χτύπημα. μπατσάκι το YΠΟKΟΡ.
[-α: ιταλ. bazza `πιγούνι που προεξέχει΄· -ο: < θηλ. μπάτσα που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.· -ος: < μπάτσο μεταπλ. με βάση την αιτ.]
μπάτσος 2 ο : (υβρ.) αστυνομικός.
[< μπάτσος 1 από χαρακτηριστική πράξη των χωροφυλάκων ή τουρκ. bac `φόρος, εκβιασμός΄ -ος]
Σε τηλεοπτική του εμφάνιση, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ. και βουλευτής Α’ Αθηνών παρατήρησε πως «η χρησιμοποίηση του όρου “μπάτσος” έχει ξεφύγει και με το άνοιγμα της Βουλής θα αναλάβω μία πρωτοβουλία και με άλλους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και από άλλα κόμματα, εάν το επιθυμούν, ώστε πλέον ο όρος “μπάτσος” απευθείας να κινεί αυτόφωρο ποινικό αδίκημα, να μη χρειάζεται κανένας να κάνει μηνυτήρια αναφορά». Σοβαρά, βουλευτές θα αποφασίζουν για τη χρήση των λέξεων;
Τι, πώς και πού χρησιμοποιώ κάτι είναι μια πολιτική επιλογή στον δημόσιο χώρο. Κάτι θέλω να περάσω.
Φυσικά, είναι σύνηθες οι πολιτικοί να μην υποτιμούν πελάτες, για να καρπωθούν εκλογικά οφέλη ή να στρέψουν στον αντίπαλο βέλη.
Φυσικά, για όσους το ξεχνούν ή παριστάνουν τους ανήξερους ό,τι είναι γλωσσολογικό είναι και κοινωνικό. Η γλώσσα αποτυπώνει σχέσεις, που είναι σχέσεις άνισης κατανομής ισχύος, όπως η άσκηση βίας σε αδύναμους πολίτες.
Φυσικά, η γλώσσα ονομάζει κάτι και στην ουσία η επιλογή των λέξεων σε κατευθύνει και στο πώς να το βλέπεις. Ανάλογα με το τι θα πεις, επιλέγεις και ένα επίπεδο ύφους. Και κάνοντας αυτή την επιλογή, ήδη έχεις στο μυαλό σου μια ταυτότητα ακροατή. Άλλον ο βουλευτής που θέλει υγειονομικό έλεγχο της γλώσσας, όπου τον βολεύει, κι άλλον ο ευρωβουλευτής της αντιπολίτευσης που σε χυδαιότητες καταφεύγει. «Ο λόγος του μπάτσου» (και τίτλος ταινίας με τον Αλέν Ντελόν), από τον οποίο ξεκίνησε ο κατήφορος, ξεφεύγει.