Δεν είμαστε ξένοι με τις φωτιές. Δεκαετίες τώρα, κάθε καλοκαίρι παρακολουθούμε σχεδόν ανήμποροι να καίγεται η Ελλάδα, τα βουνά, τα λαγκάδια, τα χωράφια. Και κυρίως οι άνθρωποι, αυτοί που χάθηκαν τραγικά στις μεγάλες φωτιές της Ηλείας και στο Μάτι. Εκτοτε, το πρώτο μέλημα της κυβέρνησης είναι: πρώτα οι άνθρωποι. Τα σπίτια και οι περιουσίες ξαναφτιάχνονται. Σωστό, αν το κράτος στηρίξει γενναία του πληγέντες.
Κι όμως, αυτή τη φορά βιώνουμε κάτι πρωτόγνωρο. Η φωτιά μπήκε πλέον στον αστικό ιστό της Αττικής, καίγοντας σπίτια, σχολεία, γυμναστήρια, επιχειρήσεις, τα πάντα. Στη Νέα Πεντέλη, τα Βριλήσσια, τα Μελίσσια.
Μα είναι δυνατόν; Να δεχθούμε ότι ο κάτοικος ή επιχειρηματίας μιας περιοχής εκτός αστικού ιστού κινδυνεύει περισσότερο. Αλλά οι πολίτες μέσα στο Λεκανοπέδιο να μην νιώθουν ασφαλείς σχεδόν πουθενά; Επειδή κατοικούν σε περιοχές κοντά στην Πεντέλη;
Εχουν περάσει 30 ώρες από τότε που ξέσπασε η πυρκαγιά στον Βαρνάβα και ακόμη ευχόμαστε να πέσει η ένταση του ανέμου, μπας και σβήσει η φωτιά. Ευτυχώς, δηλαδή, που είναι Δεκαπενταύγουστος και λείπει ο κόσμος. Αλλιώς, τι θα γινόταν;
Οι εικόνες που μεταδίδουν τα κανάλια από τις περιοχές που καίγονται προκαλούν απελπισία. Η κυβέρνηση, προεκλογικά και μετεκλογικά, έχει θέσει την ασφάλεια και την καθημερινότητα ως πρώτη προτεραιότητα της πολιτικής της. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών καταρρίπτουν το κυβερνητικό αφήγημα. Ο πολίτης δεν νιώθει ασφαλής απλώς επειδή απομακρύνθηκε από τα επικίνδυνα σημεία. Η Αττική θυμίζει ανοχύρωτη πολιτεία.