Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Προσπαθήστε για λίγη ώρα να ξεφύγετε από την καθημερινή διανοητική ρουτίνα και ρίξτε μια ματιά στο μέλλον. Αναρωτηθείτε γιατί κάποιοι κάνουν λόγο για βραδεία οικονομική ανάπτυξη, χαμηλή παραγωγικότητα, επενδυτική συρρίκνωση και διογκούμενες δημόσιες δαπάνες. Θέστε επίσης στον εαυτό σας και το ερώτημα γιατί υποχωρεί διεθνώς η δημοκρατία, αλλά παράλληλα μεγαλώνουν ο λαϊκισμός και η εσωστρέφεια. Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα θα σας εκπλήξει. Τα προαναφερόμενα προβλήματα δεν είναι άμοιρα της διεθνούς δημογραφικής γήρανσης – πραγματική ωρολογιακή βόμβα, που πιθανότατα κάποια στιγμή θα εκραγεί και όχι χωρίς οδυνηρές συνέπειες βέβαια.
Διαβάζοντας τελευταίες εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) -για τις οποίες στην Ελλάδα ούτε καν αναφορά περί της υπάρξεώς τους γίνεται- εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι, ειδικά στον αναπτυγμένο κόσμο, η ανάδυση «κοινωνιών συνταξιούχων» είναι ήδη ένα σοβαρότατο πρόβλημα από πολλές πλευρές. Κατά το ΔΝΤ, περί το 2050, δηλαδή σε 33 χρόνια, το κόστος της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης της περιόδου 2008-2009 θα ωχριά μπροστά στο αντίστοιχο της δημογραφικής γήρανσης, κυρίως στις χώρες του G20. Υπολογίζει έτσι, ότι αν η κρίση επιβάρυνε τις δημοσιονομικές δαπάνες των αναπτυγμένων χωρών κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ τους, το ποσοστό αυτό σταδιακά θα διπλασιαστεί την προσεχή τριακονταετία.
Ο πληθυσμός των πλούσιων χωρών γερνάει γρήγορα, ενώ οι φτωχές χώρες ακολουθούν με διαφορά λίγων δεκαετιών. Σύμφωνα με την τελευταία διετή πληθυσμιακή πρόβλεψη του ΟΗΕ, η διάμεση ηλικία για όλες τις χώρες πρόκειται να αυξηθεί έως το 2050 στα 38 έτη, από τα 29 έτη που είναι σήμερα. Για την ώρα, μόνον ένα ποσοστό μικρότερο του 11% των περίπου 7 δισεκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο είναι άνω των 60 ετών. Βάσει της κεντρικής πρόβλεψης του ΟΗΕ, έως το 2050 το ποσοστό αυτό θα έχει ανέλθει στο 22% (με πληθυσμό άνω των 9 δισεκατομμυρίων) και στις αναπτυγμένες χώρες στο 33%. Με άλλα λόγια, στις πλούσιες χώρες ο ένας στους τρεις θα είναι συνταξιούχος, ενώ σχεδόν ο ένας στους δέκα θα είναι άνω των 80 ετών.
Πρόκειται για μία αργή αλλά αμετάκλητη εξέλιξη, που εν καιρώ θα έχει τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Προς το παρόν, μόνο λίγες χώρες με γερασμένο πληθυσμό αρχίζουν να διαπιστώνουν τις συνέπειες. Εντούτοις, το εργατικό δυναμικό ολοένα συρρικνώνεται, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων αυξάνεται. Περίπου έως το 2020 η δημογραφική γήρανση θα είναι εμφανής. Μάλιστα, δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής: αν εξαιρέσουμε τις τεράστιες φυσικές και ανθρωπογενείς καταστροφές, οι δημογραφικές αλλαγές είναι πολύ πιο βέβαιες από άλλες μακροπρόθεσμες προβλέψεις, όπως π.χ. η κλιματική αλλαγή. Τα 2 δισεκατομμύρια άτομα που το 2050 θα είναι άνω των 60 έχουν ήδη γεννηθεί.
Πού οφείλεται, όμως, αυτό το τόσο έντονο και τόσο σοβαρό φαινόμενο της δημογραφικής γήρανσης; Ανατρέχοντας σε παλαιότερο αφιέρωμα του περιοδικού The Economist, διαβάζει κανείς ότι υπάρχουν δύο μακροπρόθεσμα αίτια και ένα παροδικό φαινόμενο που θα εξακολουθήσει να εμφανίζεται στα αριθμητικά στοιχεία για τις προσεχείς δεκαετίες.
Ο πρώτος σημαντικός λόγος είναι ότι σε όλα τα μέρη του κόσμου ο μέσος όρος ζωής είναι πολύ υψηλότερος απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η τάση αυτή ξεκίνησε με τη βιομηχανική επανάσταση και έκτοτε ακολούθησε ανοδική πορεία.
Το 1900, το μέσο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για όλο τον κόσμο έφθανε μόλις στα 30 έτη, ενώ στις πλουσιότερες χώρες βρισκόταν κάτω από τα 50 έτη. Σήμερα, οι αριθμοί αυτοί έχουν διαμορφωθεί αντιστοίχως σε 67 και 78 έτη και εξακολουθούν να αυξάνονται. Αν εξαιρέσουμε τους φόβους για την επερχόμενη δημογραφική κρίση, αυτό είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να είμαστε ευγνώμονες – ιδίως από τη στιγμή που οι ηλικιωμένοι παραμένουν σήμερα υγιείς, σε καλή φυσική κατάσταση και ενεργοί για πολύ περισσότερα χρόνια.
Το δεύτερο και ακόμη σοβαρότερο αίτιο της δημογραφικής γήρανσης είναι ότι τα ποσοστά των γεννήσεων σε όλο τον κόσμο έχουν μειωθεί, με αποτέλεσμα οι νεαρές ηλικιακές ομάδες να μην μπορούν να αντισταθμίσουν τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό των ηλικιωμένων. Η τάση αυτή εμφανίστηκε αργότερα από εκείνη της μεγαλύτερης διάρκειας ζωής, αρχικά στις αναπτυγμένες χώρες και εν συνεχεία στις φτωχές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο εξακολουθούσαν να αποκτούν κατά μέσο όρο 4,3 παιδιά εκάστη. Σήμερα γεννιούνται κατά μέσο όρο 2,6 παιδιά ανά γυναίκα παγκοσμίως, ενώ στις πλούσιες χώρες μόνον 1,6 παιδιά. Σύμφωνα με πρόβλεψη των Ηνωμένων Εθνών, έως το 2050 ο αριθμός αυτός θα έχει μειωθεί παγκοσμίως στα 2 παιδιά ανά γυναίκα, γεγονός που θα καταστήσει το φαινόμενο της γήρανσης το ίδιο έντονο παντού από τα μέσα του αιώνα και μετά.
Το παροδικό φαινόμενο που επέτεινε τις συνέπειες της υπογεννητικότητας και της μακροζωίας είναι η πληθυσμιακή έκρηξη (baby boom) που έλαβε χώρα στα περισσότερα πλούσια κράτη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η έκρηξη αυτή δεν συνέβη ταυτοχρόνως σε όλες τις χώρες, όμως στην Αμερική -όπου το φαινόμενο ήταν πιο έντονο- διήρκεσε σχεδόν ολόκληρη την εικοσαετία μετά το 1945, περίοδο κατά την οποία γεννήθηκαν σχεδόν 80 εκατομμύρια άνθρωποι. Οι πρώτοι από αυτούς βγαίνουν τώρα στη σύνταξη. Για τα επόμενα είκοσι χρόνια αυτή η γενιά της μεταπολεμικής πληθυσμιακής έκρηξης θα πυκνώνει τις τάξεις των συνταξιούχων, γεγονός που θα οδηγήσει σε ραγδαία πτώση του εργατικού δυναμικού σε όλες τις πλούσιες χώρες του κόσμου.
Οι επιπτώσεις
Σύμφωνα με τη μακροοικονομική θεωρία, οι οικονομίες των χωρών που γερνούν αναπτύσσονται με πιο αργούς ρυθμούς από εκείνες των χωρών με νεαρότερο πληθυσμό. Όσο αυξάνεται ο αριθμός των συνταξιούχων και μειώνεται ο αριθμός εκείνων που τους αντικαθιστούν, τόσο συρρικνώνεται το εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής (εκτός αν η παραγωγή αυξηθεί με ταχύτερους ρυθμούς), καθώς αυτοί που θα συνεχίσουν να εργάζονται θα είναι μεγαλύτερης ηλικίας και συνεπώς πιθανότατα λιγότερο παραγωγικοί.
Στις περισσότερες πλούσιες χώρες ο λόγος των ανθρώπων που βρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία προς εκείνους που βρίσκονται σε ηλικία συνταξιοδότησης θα μειωθεί δραματικά τις προσεχείς δεκαετίες. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, αντιστοιχούν τρεις εργαζόμενοι σε κάθε συνταξιούχο, ήδη μία από τις χαμηλότερες αναλογίες στον κόσμο – και ο αριθμός θα μειωθεί στο μισό έως το 2050. Παρότι δε, είναι γεγονός ότι θα πρέπει να συντηρηθούν λιγότερα νεαρά άτομα, το κόστος διαβίωσης των παιδιών είναι χαμηλότερο από εκείνο των ηλικιωμένων και η συνολική επιβάρυνση θα είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τώρα. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) εκτιμά ότι τις επόμενες τρεις δεκαετίες η πτώση του εργατικού δυναμικού που σχετίζεται με τη γήρανση του πληθυσμού θα μπορούσε να μειώσει την οικονομική ανάπτυξη στις χώρες μέλη του κατά ένα τρίτο, συγκριτικά με τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες.
Η δημογραφική γήρανση θα επηρεάσει και τις χρηματοοικονομικές αγορές. Σύμφωνα με τη θεωρία περί αποταμιεύσεως που διατύπωσαν ο Franco Modigliani και ο Richard Brumberg, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τα άτομα προσπαθούν να διατηρήσουν ένα σταθερό επίπεδο καταναλωτικών δαπανών κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ξοδεύοντας περισσότερα χρήματα στη νεαρή και την τρίτη ηλικία και αποταμιεύοντας περισσότερα όταν βρίσκονται στη μέση ηλικία. Έτσι, καθώς οι πληθυσμοί γερνούν, οι αποταμιεύσεις στην οικονομία συνολικά θα εξαντληθούν και τα περιουσιακά στοιχεία θα πουληθούν.
Από αυτά που προηγούνται εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι αυτές οι δημογραφικές εξελίξεις δεν είναι πολιτικά ουδέτερες. Όπως μας εξηγούσε πρόσφατα στο Παρίσι ο 85χρονος Γάλλος καθηγητής Κοινωνιολογίας Αλέν Τουρέν, η δημογραφική γήρανση υπό καθεστώς χαμηλής ανάπτυξης καλλιεργεί αβεβαιότητες, έμμονες ιδέες, φοβίες και αρνητική προδιάθεση για μεταρρυθμίσεις. Έτσι, σημαντικές πληθυσμιακές κατηγορίες είναι ευάλωτες στον λαϊκισμό και τη δημαγωγία. Ταυτοχρόνως δε, λόγω καλπάζουσας τεχνολογίας, απομακρύνονται από τις νέες γενιές. Παρατηρείται λοιπόν ένα σημαντικό «επικοινωνιακό ρήγμα», που αφ’ εαυτό είναι φορέας κοινωνικής ανισορροπίας.
«Αν όλα αυτά δεν συνιστούν ωρολογιακή βόμβα για τις κοινωνίες μας, τότε τι είναι;», αναρωτήθηκε ο Αλέν Τουρέν και δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς μαζί του.