Η 50ή επέτειος της Μεταπολίτευσης έχει αύρα νοσταλγίας και, μαζί, βαθιάς αγωνίας.
Η ιστορική της διάσταση είναι βαριά και οι πληγές ακόμη ανοιχτές, αλλά μένουν στην άκρη. Κυριαρχεί η νοσταλγική βύθιση σε ένα, εξιδανικευμένο ίσως, παρελθόν. Ή άλλως, κυριαρχεί η συλλογική ανάμνηση των χρόνων της κοινωνικής ανάτασης και της φθηνής ευμάρειας. Μια ανάμνηση που αποκτά όλο και πιο αγιογραφικά χαρακτηριστικά όσο τρέφεται από τον φόβο για ένα μέλλον αβέβαιο, από τη ρευστότητα ενός κόσμου που γεννά διαδοχικές κρίσεις και κινδύνους, από τη ματαίωση της προσδοκίας ανάκτησης των κεκτημένων του παρελθόντος.
Ίσως διότι, όπως είπε ο Γιάννης Στουρνάρας, έχουμε ακόμη μπροστά μας μια ακόμη Μεταπολίτευση, άλλα 40 δύσκολα χρόνια, για να ξαναβρεί η χώρα τη χαμένη της προοπτική. Για να δαμάσει το τέρας του χρέους και να αποκτήσει όραμα και πραγματική ευκαιρία ευημερίας.
Ίσως διότι, όπως έγραψε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η Μεταπολίτευση έχει αφήσει πίσω της μια μεγάλη εκκρεμότητα: τη σύναψη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου στη θέση εκείνου που ανατράπηκε με την οικονομική κρίση.
«Η απουσία», έγραψε, «ανανεωμένου και ισχύοντος κοινωνικού συμβολαίου είναι, εκτιμώ, το βασικό ζήτημα της περιόδου αυτής, που εμφανίζεται ως επάνοδος στην κανονικότητα και προφανώς είναι άλλης τάξης από την περίοδο της οικονομικής κρίσης, πρέπει όμως να έχει πρώτο στόχο της την ανάπτυξη όλων των αντισωμάτων που θα τη θωρακίσουν έναντι των εντεινόμενων κινδύνων μιας μόνιμης πολυ-κρίσης (perma and multi crisis), μέσα σε ένα αβέβαιο και ρευστό κόσμο της διακινδύνευσης».
Το ερώτημα είναι εάν υπάρχει χρόνος και χώρος γι’ αυτό το νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Εάν και πού μπορούν πλέον να συναντηθούν ένα απαξιωμένο πολιτικό σύστημα και μια βαθιά κουρασμένη κοινωνία. Κι εάν, αμφότερα, διαθέτουν ακόμη αποθέματα αντιστάσεων απέναντι στις φθηνές λύσεις του λαϊκισμού.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να συμβεί εάν δεν αντιστραφούν οι βαθιές και διαβρωτικές κοινωνικές ανισότητες. Εάν οι άνθρωποι, όπως έγραψε επίσης ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, δεν είναι «απαλλαγμένοι από τον φόβο της ανεργίας, της φτώχειας, των ασθενειών, του μέλλοντος των παιδιών τους, της έλλειψης πρόσβασης στην πρόοδο και τα δημόσια αγαθά».