Πρωτιές καταγράφει η Ελλάδα στην απορρόφηση των κοινοτικών πόρων, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, αλλά, όπως έχουν επισημάνει η Τράπεζα της Ελλάδος και άλλοι φορείς, οι συγκεκριμένοι πόροι με δυσκολία φτάνουν στις επιχειρήσεις, ώστε να μετατραπούν από «ανενεργά κονδύλια» σε επενδυτικές δαπάνες.
Η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ και άλλων κοινοτικών προγραμμάτων είναι το μεγάλο στοίχημα που καλείται να κερδίσει η κυβέρνηση, προκειμένου να αυξηθεί η συμμετοχή των επενδύσεων στο «μίγμα» του ΑΕΠ. Παρά την άνοδο που καταγράφουν οι επενδύσεις τα τελευταία χρόνια, υστερούν αισθητά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και απέχουν παρασάγγας από τα επίπεδα της προμνημονιακής περιόδου.
Το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ της Ελλάδας κινείται στο 13%-14%, με την ανάπτυξη να είναι απόλυτα εξαρτημένη από την κατανάλωση, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι στο 20%. Το άλλο στοιχείο είναι πιο απαισιόδοξο. Το ύψος των επενδύσεων (δημόσιων και ιδιωτικών) που υλοποιήθηκαν στη χώρα το 2023 ανήλθε σε 30,58 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αυξανόμενο από τα 28,3 δισ. ευρώ του έτους 2022 και τα 24,17 δισ. ευρώ, του 2021. Όμως, παρά τις αυξήσεις, η επενδυτική δαπάνη του έτους 2023 ανερχόταν μόλις στο 50% του ύψους των επενδύσεων που υλοποιήθηκαν το μακρινό 2007, όταν αυτές (ακόμη και μετά τους ελέγχους και τις αναθεωρήσεις της Eurostat) είχαν διαμορφωθεί σε 60,53 δισ. ευρώ.
Για να φτάσουμε τις επιδόσεις του παρελθόντος (τις επενδυτικές και όχι τις δημοσιονομικές), ένα επιταχυντικό μέσο είναι η χιλιοειπωμένη αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων. Αλλά μόνη της δεν αρκεί. Απαιτείται, επιπλέον, η διασφάλιση τεσσάρων αναγκαίων συνθηκών, που σήμερα είναι υποτυπώδεις, όπως η ομαλή ροή των κοινοτικών κονδυλίων στους τελικούς αποδέκτες, η απρόσκοπτη τραπεζική χρηματοδότηση, η κινητοποίηση εγχώριων επενδυτικών κεφαλαίων και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, όχι μόνο για αγορές κατοικιών.