Η είδηση πως η Κίνα αποφάσισε να βάλει πρόσθετους περιορισμούς στη δραστηριότητα των ανοιχτών πωλήσεων, στην προσπάθειά της να «μαζέψει» τις μεγάλες απώλειες που υφίστανται οι χρηματιστηριακές αγορές της χώρας φέτος, επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για το αν το short selling είναι κάτι καλό ή κακό.
Η ιστορία έχει δείξει πως αυτή η πρακτική, που πρωτοεμφανίστηκε το 1600, βασίστηκε στην ανάγκη των επενδυτών να αντισταθμίσουν τους κινδύνους που ενέχει μια επενδυτική επιλογή. Και η ίδια ιστορία δείχνει πως στις περισσότερες περιπτώσεις το σορτάρισμα είχε ισχυρές βάσεις αμφιβολιών, που αργότερα δικαιώθηκαν. Όπως για παράδειγμα στο μεγάλο κραχ του 1929. Οι σορτάκηδες κατηγορήθηκαν πως ήταν υπαίτιοι για την κατάρρευση του χρηματιστηρίου, όμως θα πρέπει να σημειωθεί εδώ πως η χρηματιστηριακή φούσκα της εποχής είχε βασιστεί και στην υπερβολική ευφορία που δημιούργησε η εκρηκτική διόγκωση της αγοράς κρατικού και ιδιωτικού χρέους στον απόηχο της λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στο κραχ του 1987, αλλά και με τη φούσκα του dot com και κυρίως με την υπόθεση των subprimes το 2007. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι σορτάκηδες σωστά διέβλεψαν ότι κάτι στραβό και επικίνδυνο κρυβόταν κάτω από την «αλόγιστη ευφορία» των αγορών.
Φυσικά και δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες, αφού αρκετές είναι οι υποθέσεις που ενεπλάκη το short selling με αποκλειστικά καιροσκοπικούς λόγους και πολλές από αυτές κρίθηκαν στα δικαστήρια, αφού αφορούσαν «επιθέσεις» σε μετοχές εισηγμένων εταιρειών.
Η ιστορία έχει δείξει επίσης πως ο περιορισμός της δραστηριότητας των ανοιχτών πωλήσεων δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η απόφαση των κινεζικών αρχών φαίνεται πως μπορεί να σχετίζεται και με έναν ευρύτερο εμπορικό και γεωπολιτικό πόλεμο, που κλιμακώνεται, ανάμεσα στην Κίνα και τη Δύση.