Στο άρθρο[1] αυτό κάνω κάποιες επισημάνσεις για την κυριαρχία του πολύ μεγάλου κεφαλαίου και τις επιπτώσεις του στις ΜμΕ και στη συνέχεια αναπτύσσω κάποιες προτάσεις πολιτικής για τις ΜμΕ.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, βιώνουμε την κυριαρχία του πολύ μεγάλου κεφαλαίου και κυρίως του χρηματιστικού, το οποίο υποβαθμίζει την παραγωγή. Ένα ολιγάριθμο, αλληλοδιαπλεκόμενο ολιγοπώλιο επιχειρηματικών κολοσσών, με επίκεντρο τις ΗΠΑ, ελέγχει ασφυκτικά κεφάλαια, τεχνολογίες και προσωπικά δεδομένα, απειλώντας να μας εξουσιάσουν με πρωτοφανείς τρόπους. Συγκεκριμένα:
Υπάρχουν παγκόσμια ολιγοπώλια σε πολλούς κλάδους όπως στην Τεχνολογία (Google, Facebook, Twitter, Apple, Microsoft), στα πετρελαιοειδή (ExxonMobil, BP, Shell, Total) και στις εταιρείες συμβούλων (McKinsey, BCG, PwC, Deloitte, KPMG, EY). Επίσης, υπάρχουν πολυεθνικές επενδυτικές εταιρείες που διαχειρίζονται κολοσσιαία διεθνή κεφάλαια. Αυτές διαχωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Επενδυτικές εταιρείες-δείκτες που αγοράζουν αδιαφοροποίητα συμμετοχές στα διεθνή χρηματιστήρια, με αποτέλεσμα να ελέγχουν πλέον άνω του 20% των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και να απειλούν τον διεθνή ανταγωνισμό με υπονόμευση. Οι τρεις κυριότερες είναι: η BlackRock που διαχειρίζεται κεφάλαια γύρω στα 10 τρις δολαρίων. Η Vanguard, 8 τρις και η State Street 4 τρις. Οι κεφαλαιακές δυνατότητες αυτών των εταιρειών ξεπερνούν το ΑΕΠ όλων των χωρών, εκτός από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Αυτά τα επενδυτικά κεφάλαια ήδη συμμετέχουν, σε πολλές εισηγμένες εταιρείες στη χώρα μας.
Η δεύτερη κατηγορία είναι οι ενεργητικές ή εναλλακτικές επενδυτικές εταιρείες. Αυτές επιλέγουν συνειδητά εταιρείες προς τοποθέτηση, ιδίως από τους τομείς της κατοικίας, της ακίνητης περιουσίας, των υποδομών και της γης. Οι τρεις μεγαλύτερες είναι: Blackstone, Macquarie, Brookfield. Η κάθε μία από αυτές διαχειρίζεται κεφάλαια που προσεγγίζουν το 1 τρις δολάρια. Σε αυτή την κατηγορία μεταξύ ανήκει και η γνωστή σε εμάς CVC, που απειλεί με ολιγοπώληση τον κλάδο υγεία της χώρας μας (και όχι μόνο), και αν και σαφώς μικρότερη, έχει υπό διαχείριση κεφάλαια αντίστοιχα του ελληνικού ΑΕΠ
Η σαρωτική επικράτηση των υπερμεγέθων επιχειρηματικών κολοσσών δεν συνοδεύεται από την ανάλογη εμφάνιση υπερεθνικών ρυθμιστικών δομών. Τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα καθορίζουν κρίσιμες αποφάσεις, θυμίζοντας περισσότερο την «άγρια Δύση», όπου ο ισχυρός επιβάλλει τον νόμο του, παρά μια συντεταγμένη διεθνή τάξη βάσει αρχών δικαίου. Η διαρκής συγκέντρωση της οικονομικής ισχύος προσδένει τα κράτη στο άρμα του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου που μάλιστα έχει επίκεντρο τις ΗΠΑ.
Ενώ είναι πλέον σαφείς οι αρνητικές μακρο κοινωνικο οικονομικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής (ανισότητες κ.λπ.), δεν είναι εξίσου αντιληπτό πως οι αρνητικές συνέπειες αφορούν και το μικρο επίπεδο των μεμονωμένων επιχειρήσεων. Αυτό οφείλεται στην ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, αλλά εν μέρει και στον «πρωταρχικό δυϊσμό» στην οικονομική επιστήμη, όπου οι οικονομολόγοι και μάνατζερς ασχολούνται είτε με το μακρο επίπεδο είτε με το μικρο επίπεδο, έχοντας υψώσει μεταξύ τους σινικά τείχη.
Στην Ελλάδα υπάρχουν ολιγοπώλια σε αρκετούς κλάδους όπως τα καύσιμα, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τα σούπερ μάρκετ, τα τυχερά παιχνίδια, οι τηλεπικοινωνίες, οι αεροπορικές μεταφορές, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου. Πρόσφατα, ξένα επενδυτικά κεφάλαια έχουν αγοράσει ή συμμετέχουν με σημαντικά ποσοστά σε μεγάλες επιχειρήσεις σε τομείς όπως η υγεία, ο τουρισμός, τα κόκκινα δάνεια, τα τρόφιμα, τα ακίνητα, οι τηλεπικοινωνίες και τα logistics, με αποτέλεσμα την ολιγοπωλιακή επίταση και την επιδείνωση της θέσης των ΜμΕ.
Η κυβερνητική πολιτική θεωρεί τις μεγάλες επιχειρήσεις ως τον βασικό αναπτυξιακό μοχλό, ενώ τις μικρές τις αντιλαμβάνεται ως ελληνική ιδιαιτερότητα, ως de facto εισφοροδιαφεύγουσες και ως παρελθοντικό κατάλοιπο. Μάλιστα, η Έκθεση Πισσαρίδη, που θεωρείται το ευαγγέλιο της κυβέρνησης, ρητά υποστηρίζει πως το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων αποτελεί ένα από τα βασικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Στη συνέχεια αναπτύσσονται τρεις προτάσεις πολιτικής
1η Οι ΜμΕ πρέπει να αναλάβουν από μόνες τους πρωτοβουλίες για την απόκτηση κρίσιμου μεγέθους. Δεν μπορούν να επαφίονται μόνο σε εξωτερικούς και αβέβαιους παράγοντες ενίσχυσής τους. Απαιτείται η προώθηση συνεργασιών, συνεταιρισμών και συγχωνεύσεων, που θα συμβάλλουν στην απόκτηση του απαραίτητου μεγέθους για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές.
2η Οι ΜμΕ και η συλλογική εκπροσώπησή τους πρέπει να πείσουν την κοινωνία και τους πολιτικούς εκπροσώπους της ότι αν οι ΜμΕ στη χώρα μας υποχωρήσουν περαιτέρω υπέρ του μεγάλου εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου, θα υπονομευθεί σοβαρά η οικονομική δημοκρατία μας και, συνεπώς, η ευρύτερη δημοκρατία μας, καθώς αυτή δεν νοείται χωρίς το οικονομικό της υπόβαθρο. Για αυτό: α) Το κράτος πρέπει να σταθεί αρωγός, παρέχοντας δημόσιες υποστηρικτικές δομές στις ΜμΕ για τεχνολογική και ψηφιακή αναβάθμιση, διευκόλυνση πρόσβασης σε διεθνείς αγορές, προτυποποίηση, κ.λπ. ώστε να ανταποκριθούν στις προκλήσεις. Το 2018, η ΓΓ Ιδιωτικών Επενδύσεων του υπ. Οικονομίας, σε συνεργασία με τη ΓΣΕΒΕ, την ΕΣΕΕ και την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων, είχε δημιουργήσει μια τέτοια δομή, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ. β) Το κράτος πρέπει να διασφαλίσει τη χρηματοδοτική υποστήριξη των ΜμΕ. Σήμερα, από τις σχεδόν 800.000 επιχειρήσεις, μόλις 40.000 έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Και τέλος, το κράτος πρέπει να διασφαλίσει ίσους όρους ανταγωνισμού. Οι μεγάλες επιχειρήσεις υπερτερούν έναντι των ΜμΕ από πολλές απόψεις, καθώς το μέγεθος τους παρέχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα μέσω της αξιοποίησης οικονομιών κλίμακας και της δυνατότητας καινοτομίας. Όμως, υπάρχουν και πολλοί σημαντικοί εξωοικονομικοί λόγοι που σχετίζονται με προνομιακή πολιτική μεταχείριση που πρέπει να καταπολεμηθούν, όπως: Η δυνατότητα εισφοροδιαφυγής και μεταφοράς κερδών σε φορολογικούς παραδείσους. Η προνομιακή χρηματοδότησή τους και η προνομιακή σχέση τους με την κυβέρνηση (π.χ., περιστρεφόμενες πόρτες).
3η Οι ΜμΕ πρέπει να αναθεωρήσουν το όλο σκεπτικό που τις οδήγησε να συνταχθούν έστω και διστακτικά με τις νεοφιλελεύθερες εξελίξεις μετά το 1980, παρασυρμένες από τις σειρήνες των φορολογικών και ασφαλιστικών μειώσεων, της αποδυνάμωσης της θέσης της εργασίας κ.λπ. Κοιτώντας σε βάθος σχεδόν 45 χρόνων, είναι σαφές ότι το αποτέλεσμα ήταν η ενδυνάμωση του μονοπωλιακού/ ολιγοπωλιακού κεφαλαίου και των κερδών του εις βάρος της εργασίας αλλά και της ΜμΕ. Είναι πλέον καιρός να συσταθεί ένα νέο μέτωπο εργαζομένων και μικρομεσαίων επιχειρηματιών (χωρίς υποχρεωτικά να αποκλείονται και μεγαλύτερες επιχειρήσεις). Το μέτωπο αυτό θα μπορέσει να διατηρήσει τον ζωτικό χώρο για την ύπαρξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και θα αποτρέψει τις δυσμενείς πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που προκαλεί η πόλωση που δημιουργούν οι εγχώριοι και διεθνείς κολοσσοί.
* Οικονομικός γεωγράφος, αφ. καθηγητής ΠΑΜΑΚ, Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης
[1] Το άρθρο αυτό ήταν η βάση της εισήγησής μου στην Ημερίδα για την παρουσίαση της Έκθεσης ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2023 Ανταγωνισμός & Μικρές Επιχειρήσεις που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 10.7.24