Για όσους παρακολουθούν την αμερικανική πολιτική σκηνή πολλά χρόνια, υπάρχουν δύο Μπάιντεν. Από τη μία είναι ο Αμερικανός αξιωματούχος με τις βαθύτερες ίσως γνώσεις για τα όσα συμβαίνουν στη γειτονιά μας (συμπεριλαμβανομένων του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων). Ένας πολιτικός, που ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη τόσο εκτός όσο και εντός των αμερικανικών συνόρων. Αυτός είναι ο Μπάιντεν του παρελθόντος.
Ήδη από το 2020 και παρά την ανακούφιση που αισθάνθηκε μεγάλη μερίδα του πλανήτη για τη νίκη του επί του Ντόναλντ Τραμπ, ο Μπάιντεν αυτός συχνά – πυκνά… απουσίαζε. Πώς εξελέγη; Είχε απέναντί του έναν Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο, που ύστερα από μία 4ετη θητεία στον Λευκό Οίκο έκανε το ήμισυ της κοινής γνώμης να πει «όχι άλλη τρέλα». Και στο εσωτερικό του κόμματός του αντιπάλους, που κινούνταν από το αδιάφορο έως το αντιπαθές.
Σήμερα, όμως, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Ο Μπάιντεν του παρελθόντος έχει εξαφανιστεί εντελώς. Εδώ και καιρό βλέπουμε έναν καταβεβλημένο σωματικά και διανοητικά 81χρονο να σκοντάφτει συνεχώς- κυριολεκτικά και μεταφορικά. Με την εμφάνισή του στο ντιμπέιτ δεν πέσαμε από τα σύννεφα. Απλώς είδαμε σε συμπυκνωμένο χρόνο όλες τις επιμέρους αδυναμίες που εδώ και καιρό παρατηρούσαμε. Την αδυναμία συγκέντρωσης, τη σύγχυση, τις γκάφες, την εξάντληση.
Και ανακύπτει το ερώτημα: Πώς στο καλό άφησαν οι Δημοκρατικοί τα πράγματα να φτάσουν έως εδώ; Γιατί περίμεναν έως τον Ιούλιο του 2024 για να ομολογήσουν ότι χρειάζονται έναν άλλο υποψήφιο; Και τι περιμένουν να πετύχουν τώρα με την κλεψύδρα να έχει σχεδόν αδειάσει; «Ας μην προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν είδαμε, αυτό που είδαμε», έγραψε χθες ο Τζορτζ Κλούνεϊ, επικρίνοντας ουσιαστικά όσους υποτιμούν τη νοημοσύνη της κοινής γνώμης.
Δεν είναι «προνόμιο» του κύκλου του Μπάιντεν αυτό. Συμβαίνει συχνά σε όσους βρίσκονται κοντά σε πρόσωπα με εξουσία. Νομίζουν πως μπορούν να πείσουν τους πολίτες να «βλέπουν», αυτά που θέλει να… ακούει ο ηγέτης. Όταν συνειδητοποιούν πού οδηγεί η τακτική αυτή, είναι συνήθως πολύ αργά.