Οι αγορές ιστορικά κρατούν αποστάσεις από τις πολιτικές εξελίξεις, κρατώντας στάση αναμονής ή προεξοφλώντας το μέλλον. Ιστορικά, επίσης, ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς των αγορών είναι η αβεβαιότητα που πηγάζει από ένα κυβερνητικό αδιέξοδο.
Στην περίπτωση, όμως, της Γαλλίας φαίνεται πως κυριαρχούν διαφορετικές σκέψεις, όπως: τo μη χείρον βέλτιστον. Αυτό σκέφτηκαν οι γαλλικές και ευρωπαϊκές αγορές την επόμενη μέρα του δεύτερου γύρου των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία, που πρόσφεραν μια έκπληξη: ένα κυβερνητικό αδιέξοδο στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Η στάση αυτή έχει εξήγηση – μια περίοδος ακυβερνησίας, που εκτιμάται πως μπορεί να διαρκέσει έναν χρόνο, σημαίνει πως κανένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα -η ακροδεξιά και ο αριστερός συνασπισμός- δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει τις πολιτικές του. Πολιτικές είτε μεγαλύτερων δαπανών είτε διακοπής των μεταρρυθμίσεων.
Πράγματι, οι αγορές κινήθηκαν σταθεροποιητικά χθες, αλλά ο χρόνος θα δείξει αν στην περίπτωση της Γαλλίας θα βιώσουμε την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα των αγορών. Τα χρηματιστήρια ζουν από τη μαζική συμμετοχή των επενδυτών, που εξαρτώνται από την πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων. Η πολιτική αβεβαιότητα μειώνει την ικανότητα των εμπειρογνωμόνων να κάνουν ασφαλείς προβλέψεις. Η φετινή χρονιά ήταν ήδη γεμάτη από πιθανές απειλές (πληθωρισμός, γεωπολιτικές εντάσεις και τα επιτόκια). Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών είχαν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε Γαλλία και Γερμανία. Στο Παρίσι τα γεγονότα πλέον είναι γνωστά, ενώ στο Βερολίνο οι κυβερνητικές ισορροπίες κινούνται σε τεντωμένο σχοινί.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο παγκόσμιας χρηματιστηριακής ευφορίας με τους δείκτες στη Wall Street να παραμένουν σε τροχιά ρεκόρ, ενώ υψηλά βρίσκονται οι δείκτες και στην Ευρώπη. Οι αγορές και οι επενδυτές δείχνουν να πιστεύουν πως η πορεία αυτή μπορεί να συνεχιστεί και έχοντας ζήσει τόσες πολλές και διαδοχικές κρίσεις τα τελευταία χρόνια, φαίνεται πως είναι διατεθειμένοι να αγνοήσουν τον γαλλικό κίνδυνο.