Μα, καλά, δεν καταλαβαίνουν ότι αυτός δεν είναι σαν τους άλλους; Δεν βλέπουν ότι αυτός είναι ξεχωριστός; Δεν βλέπουν ότι αυτός δεν υπόκειται στις διαδικασίες και τις υποχρεώσεις των κοινών θνητών; Τι να κάνει; Αναγκάστηκε με τη βία να τους το υπενθυμίσει.
Ο διαγραφείς από τη «γαλάζια» κοινοβουλευτική ομάδα δεν ανήκει σε κάποια ανθρωπολογική μειονότητα. Εχει την κλασική ταυτότητα του επιθετικού, μάγκα απέναντι σε όποιον θεωρεί ότι είναι πιο αδύναμος, ενώ μπροστά στον ισχυρό -την κ. Μπακογιάννη θα επικαλεστώ- «είναι κότα τρίλειρη και μακροπουπουλάτη, όπως λέμε εμείς στην Κρήτη».
Ως μέλος, όμως, του ιερατείου των εξουσιαστών διαφέρει.
Αισθάνεται βέβαιος και μάλλον απολαμβάνει να το λέει πως έχει ασυλία. Για συμπεριφορά βασιβουζούκου μέσα σε ένα δάσος μάτια; Αισθάνεται πως δεν αγγίζει την εξοχότητά του ούτε η καταγεγραμμένη από κάμερες αθλιότητα.
«Πηγαίνετε από δω πέρα, εγώ είμαι υπουργός». Δεν είναι. Ούτε με τη σημασία που έχει η λέξη από τον 19ο αιώνα, ούτε ό,τι ήταν για τους αρχαίους ο συνηρημένος τύπος του υποεργός. Αλλον αντιμετώπισε σκαιά ως υπηρέτη, βοηθό.
Το «ξέρεις ποιος είμ’ εγώ, ρε;» εδώ είναι απειλητικό. Είναι διαφορετικό -όχι, απαλλακτικό- όταν το εκστομίζει σε μια «κακιά στιγμή» ο κάθε «Λευτέρης». Απελευθερώνει τον φόβο του και παίζει άμυνα, γιατί ξέρει ποιος είναι. Και δεν του αρέσει.
Ο επιφανείς με τη (δανεική) ισχύ ξέρει και του αρέσει. Μαθημένος να σπάνε οι γύρω του μέση και να μην αλλάζει ο ίδιος θέση. Σαν το χαστούκι που έδωσε κάποτε ένας «πράσινος» υπουργός Δημοσίας Τάξεως σε τροχονόμο που τόλμησε να κάνει τη δουλειά του. Σαν το επεισόδιο με άλλον, που πέρασε με κόκκινο τέσσερα φανάρια, βράδυ Σαββάτου, και τα άκουσαν οι μοτοσικλετιστές που σταμάτησαν για έλεγχο την υψηλότητά του.
Παραιτούμαι, δεν θέλω άλλα αστέρια να ενθυμούμαι. Ακούω Βίσση και οδηγώ. «Ρε, ξέρεις ποια είμαι εγώ/Πού να σου εξηγώ»…