Skip to main content

Το πραγματικό στοίχημα της Ε.Ε.

REUTERS/Liesa Johannssen

Ο Σολτς καταδίκασε την εμπορική πολιτική της Ε.Ε.

Σαν από καιρό να περίμενε να «σιγήσει» ο Μακρόν για να ακουστεί περισσότερο η φωνή του. Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς έκανε ένα βήμα μπροστά τις τελευταίες ημέρες, μετά το «ταρακούνημα» των ευρωεκλογών, σε μια προσπάθεια να «σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί». Οι εμπορικοί δεσμοί με την Κίνα είναι σαφώς ένα από αυτά.

Ο Σολτς καταδίκασε την εμπορική πολιτική της Ε.Ε., ζητώντας επιμόνως από τις Βρυξέλλες να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Κόντρα στο Παρίσι που τάχθηκε υπέρ της επιβολής αύξησης των δασμών, το Βερολίνο έδειξε εξαρχής φανερά δυσαρεστημένο καθώς οι αυτοκινητοβιομηχανίες του δραστηριοποιούνται τα μέγιστα στην κινεζική αγορά. Το πρόσφατο ταξίδι του στην Κίνα έγινε προφανώς, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, για να κομίσει ευρωπαϊκές προτάσεις στο Πεκίνο, σε μια αλλαγή στάσης από τη σκληρή γραμμή της Ουάσιγκτον.

Μολονότι το αποτέλεσμα είναι αμφισβητούμενο -καθότι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες- η κίνηση της Γερμανίας δείχνει ότι μπορεί ακόμη να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο και μόνη της, δίχως τον Μακρόν, αφού ο γαλλογερμανικός άξονας στερείται της δυνατής «χημικής ένωσης» για κοινή δράση.

Βέβαια, το Βερολίνο έχει γίνει τον τελευταίο καιρό «δέσμιο» των εσωτερικών προβλημάτων του και της αποδυναμωμένης, στο έπακρο εξαρτημένης από τις εξαγωγές, οικονομίας του. Η επιβίωση της κυβέρνησης συνασπισμού θα εξαρτηθεί ενδεχομένως από το εάν οι τρεις εταίροι καταλήξουν σε συμφωνία για τον προϋπολογισμό του 2024, όπου υπάρχει «τρύπα» 40 δισ. ευρώ.

Το στοίχημα Σολτς, με τη Γαλλία να παραπαίει σε δημοσιονομική αστάθεια, είναι να περάσει κάποιες γερμανικές θέσεις στη νέα Κομισιόν. Με τη διαφορά, όμως, ότι για να πάει μπροστά η νέα Ε.Ε., όπως διαμορφώνεται μετά τις εκλογές, χρειάζεται πολύ περισσότερα από γερμανικές ή γαλλικές προτάσεις. Ανάπτυξη, παραγωγικότητα, μεγαλύτερη συνοχή, περισσότερες κοινωνικές πολιτικές και ένα πιο ευέλικτο δημοσιονομικό περιβάλλον. Και, πρωτίστως, να μη γίνει πολεμική οικονομία, όπως τη θέλουν πολλοί από τους αρχηγούς της, γιατί τελικά στον πόλεμο χάνουν οι πολλοί και κερδίζουν οι λίγοι.