Ένα φάντασμα στοιχειώνει την Ευρώπη: ο ακροδεξιός εθνικολαϊκισμός. Οι χώρες μάλιστα στις οποίες η ακροδεξιά κατέγραψε τη μεγαλύτερη άνοδο στις τελευταίες ευρωεκλογές είναι οι έξι που υπέγραψαν τη Συνθήκη της Ρώμης στις 25 Μαρτίου 1957 για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ).
Το γεγονός αυτό είναι πολύ ανησυχητικό. Πάνω απ’ όλα γιατί ανάμεσά τους είναι οι δύο πόλοι του άξονα που στηρίζεται η Ευρώπη: Γαλλία και Γερμανία. Μήπως έκαναν λάθος οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ψηφοφόροι που δεν εμπιστεύτηκαν τον Μακρόν και τον Σολτς, ενισχύοντας «τη μαύρη δεξιά»; Θα μπορέσουν να «διορθωθούν» τα πράγματα τον Ιούλιο στη Γαλλία ή σε έναν χρόνο στις εκλογές στη Γερμανία; Δύσκολο, δεδομένης της άσχημης κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των δύο χωρών, αλλά και της Ε.Ε. γενικότερα.
Γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με μια ξαφνική επιδημία νεοφασιστικού λαϊκισμού, αλλά με μια σαφή επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης δεκάδων εκατομμυρίων Ευρωπαίων.
Πρώτα απ’ όλα λόγω του πληθωρισμού «εν καιρώ πολέμου», του συνεχιζόμενου ακριβού δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, παρά την πρώτη, δειλή μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Όλοι όσοι ψήφισαν τη Λεπέν και τους ομοϊδεάτες της, δεν είναι νεοφασίστες. Η ψήφος τους είναι το αποτέλεσμα, όχι η αιτία, της ευρωπαϊκής κρίσης.
Τα τρακτέρ που βγήκαν στους δρόμους στην Ευρώπη δεν είναι οι «μελανοχίτωνες» του 21ου αιώνα: είναι τμήμα των εκατομμυρίων «ξεχασμένων» Ευρωπαίων, που πέφτουν στη φτώχεια και απειλούνται με κοινωνικό αποκλεισμό. Σε μια Ευρώπη, η οποία ολοένα και περισσότερο βρίσκεται εκτός του ελέγχου των δημοκρατικών θεσμών. Ο πόλεμος στην Ουκρανία πρέπει να τερματιστεί και η ανοικοδόμηση πρέπει επίσης να ξεκινήσει ως «κινητήρια δύναμη» για την ανάκαμψη της Ε.Ε.
Η αντιπαράθεσημε την Κίνα δεν πρέπει να οδηγηθεί σε έναν νέο «Ψυχρό Πόλεμο» ή και θερμό πόλεμο για την Ταϊβάν. Η δυτική ηγεσία έχει εισέλθει σε μια ξεκάθαρη κρίση. Αυτή η κρίση ηγεσίας πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Ακόμη κι αν για τον Σολτς και τον Μακρόν είναι ίσως ήδη πολύ αργά. Αλλά και στην Αμερική, ο Μπάιντεν έχει ελάχιστο χρόνο για αποφάσεις της τελευταίας στιγμής. Πριν η ακροδεξιά ενώσει και τις δύο όχθες του Ατλαντικού σε ένα «μαύρο μέτωπο».