Skip to main content

Η «σούπα» της Αριστεράς

REUTERS/Piroschka van de Wouw

Γεγονός είναι ότι η Αριστερά γενικά, σε όλες τις εκφάνσεις της, δεν φαίνεται να συγκίνησε ιδιαίτερα τους ψηφοφόρους

Η Γερμανία, η Γαλλία, η Πολωνία, η Ιταλία και η Ισπανία είναι οι πέντε χώρες της ΕΕ με τους περισσότερους ψηφοφόρους. Και στις πέντε, στις ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής η άκρα δεξιά κατέγραψε τη μεγαλύτερη άνοδο.

Μπορούμε να κάνουμε όσες αναλύσεις μας επιτρέπει η φαντασία μας, αλλά το γεγονός είναι ότι η Αριστερά γενικά, σε όλες τις εκφάνσεις της, δεν φαίνεται να συγκίνησε ιδιαίτερα τους ψηφοφόρους. Ο αποφασιστικός αγώνας, η μεγάλη αντιπαράθεση  παίχτηκε ανάμεσα στην κεντροδεξιά  και την ακροδεξιά.

Οι Σοσιαλιστές είδαν τις έδρες τους να μειώνονται σε όλη την Ευρώπη, ενώ όλα τα κόμματα της λεγόμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς κατόρθωσαν να εκλέξουν και στις 27 χώρες μέλη, λίγους περισσότερους ευρωβουλευτές από όσους μόνη της η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία.

Στη μία χώρα μετά την άλλη, οι δυνάμεις που πριν από 10 χρόνια φαινόταν να ηγούνται μιας εξέγερσης κατά της λιτότητας σε ολόκληρη την ήπειρο, μετά βίας μένουν εν ζωή. Οι Podemos στην Ισπανία και το Die Linke στη Γερμανία, ίσα ίσα έπιασαν από 3-4%. Στη Γαλλία, η «Ανυπότακτη Γαλλία» του Ζαν Λικ Μελανσόν, από το 22% των ψήφων στις προεδρικές εκλογές του 2022, υποχώρησε στο 8%. Για να μην πάμε μακριά, στη χώρα μας, ο ΣΥΡΙΖΑ έμεινε στο 15%.

Κάποιοι θα προσπαθήσουν να δώσουν πολλές ερμηνείες. Οι ευρωεκλογές δεν ήταν ποτέ το δυνατό σημείο της Αριστεράς. Η προσέλευση των ψηφοφόρων είναι συνήθως χαμηλή και οι εκλογές απευθύνονται περισσότερο στη μεσαία τάξη, δίνοντας σε κόμματα όπως οι Πράσινοι ένα φυσικό πλεονέκτημα.

Όμως αυτή τη φορά δεν ήταν το πολιτικό κέντρο που κέρδισε τη μάχη, αλλά η ακροδεξιά. Σε όλες τις παραλλαγές της.

Αρνητικά και θετικά συναισθήματα

Ζούμε σε εποχές μεγάλων επιπτώσεων και φόβων-από την οικονομία, την πανδημία, τον πόλεμο και την κλιματική αλλαγή. Η ακροδεξιά ενισχύει αυτό το συναίσθημα. Στόχος της δεν είναι να βρει λύσεις, αλλά μάλλον να δημιουργήσει όλο και περισσότερο θυμό, φόβο και φθόνο από την αβεβαιότητα, να εκμεταλλευθεί αυτά τα συναισθήματα  για να …μαγειρέψει τη σούπα.

Τα αρνητικά συναισθήματα είναι πολύ πιο εύκολο να διεγείρουν, να  ξυπνήσουν τη συνείδηση των πολιτών, από τα θετικά.

Η Αριστερά φάνηκε πώς δεν είναι πλέον σε θέση να απορροφήσει την απογοήτευση των παραδοσιακών ψηφοφόρων της και κυρίως της εργατικής τάξης για όσα συμβαίνουν στη Γηραιά ήπειρο.

Τα περισσότερα αριστερά κόμματα αντιμετωπίζουν μια σοβαρή κρίση αξιοπιστίας, η οποία, τουλάχιστον σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ, απειλεί να τα τελειώσει οριστικά.

Δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής Αριστεράς από το 2007. Η οικονομική κρίση δυσφήμησε αρκετές κεντροαριστερές δυνάμεις, καθώς όταν βρέθηκαν σε θέση ισχύος πίεσαν την εργατική και τη μεσαία τάξη για να παράσχουν προγράμματα διάσωσης για τράπεζες και μεγάλες εταιρείες.

Τι έχει αλλάξει από τότε; Επιφανειακά, η οικονομική κρίση σταδιακά εκτονώθηκε και μαζί της η πολιτική διάθεση που έδινε ώθηση στην αριστερά.

Η ανάπτυξη παραμένει όμως αναιμική στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες –στη Γερμανία έχουμε ύφεση. Πολλά από τα προβλήματα για τα οποία αγωνίζονται τα αριστερά κόμματα παραμένουν, αλλά οι ψηφοφόροι φαίνονται όλο και λιγότερο πεπεισμένοι ότι η αριστερά μπορεί πραγματικά να κάνει οτιδήποτε για τη λύση τους.

Όχι μόνο το TikTok

Πολύ συχνά, άλλωστε οι συζητήσεις στρατηγικής στην Αριστερά περιορίζονται σε αισθητικά και τεχνικά ζητήματα ή για μια καλύτερη παρουσία στο TikTok. Σαν να είναι η επικοινωνία η ουσία της πολιτικής επιτυχίας. Ετσι δεν φτιάχνεται όμως πραγματική «σούπα»!

Σίγουρα, καλό είναι η Αριστερά να βελτιώνει τη δραστηριότητά της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά το κομβικό ζήτημα είναι ποια είναι στρατηγική και η τακτική για να απαντήσει στο πιο θεμελιώδες ερώτημα: Πώς θα γίνει ηγεμονική δύναμη και θα συγκινήσει και πάλι τους ψηφοφόρους. Πώς θα ενώσει όλες τις πτέρυγες, στη βάση ενός κοινού προγράμματος.Αντί να αναζητά «Μεσσίες», που πολλές φορές μάλιστα επιδεικνύουν έναν απίστευτο «Ναρκισσισμό», ως απάντηση στην έλλειψη πολιτικής στρατηγικής.

Όπως λέει πάντως ο Ότο φον Κέρνμπεργκ, ίσως ο πιο διάσημος ψυχοθεραπευτής στον κόσμο και καθηγητής στο περίφημο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, «ο ναρκισσισμός στους ενήλικες είναι ένα είδος προσωπείου», πολύ περισσότερο για τους πολιτικούς. «Ο λεγόμενος κοινωνικός ναρκισσιστής προσπαθεί κάνει τους άλλους ανθρώπους να είναι ευχαριστημένοι μαζί του. Με τον τρόπο αυτό, αποκομίζει την επικύρωση που και αυτοί χρειάζονται απεγνωσμένα.« Κακοήθεις ναρκισσιστές βρίσκονται συχνά στην πολιτική. Αποτελούν κίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο», λέει ο Κέρνμπεργκ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα ΝΖΖ της Ζυρίχης. Ο διάσημος ψυχοθεραπευτής προειδοποιεί μάλιστα  ότι ο ναρκισσισμός είναι από τις πιο επικίνδυνες τάσεις στις δυτικές δημοκρατίες».