«Ποιο το νόημα να ψηφίσω;». Δεν θυμάμαι άλλη προεκλογική περίοδο που να έχω ακούσει περισσότερο αυτή τη φράση – τόσο από νέους όσο και από μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους. Η αδιαφορία για τις κάλπες της Κυριακής δεν έχει για όλους την ίδια αφετηρία. Άλλοι θεωρούν ότι η σταθερότητα στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό είναι τόσο δεδομένη, που η δική τους ψήφος δεν μπορεί (ή δεν χρειάζεται) να κάνει τη διαφορά. Άλλοι έχουν πέσει στην παγίδα του «όλοι ίδιοι είναι». Άλλοι περιμένουν απλά να επιβεβαιωθούν οι «προφητείες» για πανευρωπαϊκή άνοδο της ακροδεξιάς.
Και άλλοι, όταν τους ρωτάς, απαντούν αφοπλιστικά: «Εντάξει, δεν είναι και εθνικές εκλογές» – σε μία υπενθύμιση ότι ακόμη και σήμερα μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης (φαινόμενο πανευρωπαϊκό και όχι αποκλειστικά ελληνικό) δεν έχει κατανοήσει πόσο σημαντικές είναι οι αποφάσεις, που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες.
Οι αποφάσεις στην Ε.Ε. δεν αφορούν μόνο «κόφτες» στις δημόσιες δαπάνες (που και αυτοί επηρεάζουν βέβαια άμεσα και καθοριστικά την τσέπη μας). Ούτε περιορίζονται σε περίεργους, γραφειοκρατικούς κανονισμούς για «τετράγωνες φράουλες», όπως έλεγε ο πρωτεργάτης του Brexit, Μπόρις Τζόνσον. Αφορούν τη βιομηχανική πολιτική, τη στήριξη ή μη των κρίσιμων για την ανάπτυξη επιχειρήσεων απέναντι στον αμερικανικό και κινεζικό ανταγωνισμό. Τη λεγόμενη πράσινη μετάβαση και το πώς θα μοιραστούν τα πολλαπλασιαζόμενα βάρη της. Την πολιτική των συνόρων. Την εργασιακή νομοθεσία. Την προστασία μας έναντι καταχρηστικών πρακτικών τεχνολογικών και άλλων κολοσσών. Τη φωνή και τις «άμυνες» της Ευρώπης σε έναν ταραχώδη και ασταθή κόσμο.
Και οι αποφάσεις αυτές δεν λαμβάνονται αποκλειστικά μέσα από διαπραγματεύσεις, συμβιβασμούς (και εκβιασμούς) μεταξύ των κυβερνήσεων μικρών και μεγάλων κρατών. Προτείνονται από την Κομισιόν και λαμβάνονται (ή φρενάρουν) και από το Ευρωκοινοβούλιο.
Θα το είχαμε ίσως κατανοήσει καλύτερα, εάν η εγχώρια προεκλογική εκστρατεία δεν είχε αναλωθεί σε πόθεν έσχες και ακίνητα.
Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, πολλοί έχουν προεξοφλήσει ότι η αποχή θα εκτιναχθεί σε επίπεδα – ρεκόρ. Η πραγματική έκπληξη, όμως, μπορεί ακόμη να έρθει. Να είναι η δική μας συμμετοχή.